Περπατάς και βλέπεις τέσσερις τοίχους τόσο ψηλούς που μοιάζουν λες και τους έχτισαν γίγαντες. Ξαφνικά το αυτί σου πιάνει κάτι σαν κλάμα.
Πλησιάζεις. Η φωνή που βγάζει το λυγμό γνωστή. Κι όχι απλά γνωστή.
Μια άγρια ανάγκη σου λέει πως πρέπει να δράσεις. Και γρήγορα.
Προσπαθείς να σκαρφαλώσεις ενώ φωνάζεις “μη φοβάσαι. Εδώ είμαι. Έρχομαι να σε βγάλω από εκεί.”
Χώνεις τα δάχτυλά σου σε όποια χαραμάδα βρίσκεις και προσπαθείς να σκαρφαλώσεις. Γλιστράς. Πέφτεις. Ξανά από την αρχή.
“Θέλω να βγω, αλλά φοβάμαι”, ακούς από την άλλη μεριά του τοίχου.
Τα δάχτυλά σου έχουν ματώσει, τα γόνατά σου ξεσκισμένα. Γρατζουνάς με οργή τον τοίχο, μήπως και καταφέρεις με μαγικό τρόπο να ξεκολλήσεις ένα τούβλο κι ο τοίχος ως εκ θαύματος σωριαστεί.
Προσπαθώντας να πάρεις ανάσα, βλέπεις μια πόρτα. “Ο ανόητος, πού κοιτούσα;”, σκέφτεσαι.
Είναι κλειδωμένη. “Είναι κλειδωμένη από μέσα”, ακούς τη φωνή ξεψυχισμένη. “Εγώ την κλείδωσα. Φοβάμαι. Εγώ έχτισα τους τοίχους. Φοβάμαι. Θέλω να μπεις, αλλά δε θέλω και να με αντικρίσεις έτσι και φοβηθείς”.
Η απόγνωση σε κυριεύει. Αποκαμωμένος κάθεσαι καταγής με την πλάτη στον τοίχο. Κλαις, έτσι σε παίρνει ο ύπνος. Ονειρεύεσαι πως θα ακούσεις το *κλικ* που θα ξεκλειδώσει την καταραμένη την πόρτα.
“Φύγε”, ακούς. ” Κακό σε σένα κάνεις μόνο”.
Και ξαφνικά σου έρχεται στο μυαλό ο ποιητής…
“Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί… Μ’ ακούς;”
Κι έτσι αποκοιμιέσαι πάλι δίπλα στον τοίχο. Χωρίς δεύτερη σκέψη να σηκωθείς και να φύγεις. Περιμένεις να ανοίξει η πόρτα, ακόμη κι αν αυτή η αναμονή λίγο λίγο σε σκοτώνει…
Δεν αρκεί, όμως, να ανοίξει η πόρτα. Δεν αρκεί να αποκτήσεις πρόσβαση στο να δεις τι γίνεται πίσω από αυτούς τους τοίχους.
Πρέπει όλο αυτό το πικρό οικοδόμημα να πέσει, να γίνει χίλια κομμάτια. Να γίνει ένας σωρός από πέτρες ανίκανος να χτιστεί ξανά από την αρχή. Να μη μπορεί ούτε ένα τόσο δα κομματάκι να γίνει θεμέλιο.
Πρέπει, όμως, να το κάνει αυτός που έχτισε τον τοίχο εξαρχής. Να πάρει τη βαριοπούλα και να χτυπάει με δύναμη κι επιμονή.
Χωρίς τα δικά του χέρια στη βαριοπούλα, εσύ δε μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο. Μόνο να περιμένεις δίπλα στον τοίχο. Κοιτώντας πού και πού από τη χαραμάδα και λέγοντας λόγια αληθινά μπας και γίνει η αλλαγή που τόσο ζητάς.
Μέχρι τότε τίποτε άλλο δε γίνεται. Μόνο να περιμένεις δίπλα στον καταραμένο τον τοίχο.
Μέχρι τότε…
“… Το μόνο χρέος μου, […], είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω, να κλαίω. Κι όταν δεν το μπορώ, αρρωσταίνω…”