από την Ελένη Καρποντίνη-Δημοσιογράφο
Ένα απλό πρωινό Σαββάτου ήταν.
Σηκώθηκα, ήπια καφέ και επειδη είχε πολύ ωραια μερα είπα να πάω να πάρω την μητέρα μου, να πάμε βόλτα στην κηφισιά. Στην διαδρομή αλλάξαμε γνώμη και είπαμε να καθυστερήσουμε την βόλτα μας και να πάμε να της δείξω το νέο μου σπίτι.
Η γειτονιά καινούργια και ήθελα να ανακαλύψω τα σοκάκια. Η αλήθεια ήταν ότι προσανατολίστηκα κατευθείαν και έστριψα δεξιά για να βγω προς κηφισιά. Ο δρόμος κατηφορικός, στενός και διπλής κατευθύνσεως. Κοιτάω στα αριστερά μου και νομίζω ότι βλέπω έναν άντρα πεσμένο στο δρόμο αλλά δεν μπορώ να προσέξω καλά γιατί περνάνε τα αυτοκίνητα και πρέπει να έχω το νου μου να κάνω αριστερά σε όποιο κενο έβρισκα για να χωρέσουμε τα δυο αυτοκίνητα. Τελικα ναι, ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας πεσμένος στο δρόμο, ακριβώς μπροστά από μια αυλή όπου το σκυλί γαύγιζε σαν τρελό και είχε βγαλει το κεφαλάκι του από τα κάγκελα που το χώριζε από τον πεσμένο άντρα.
Η κίνηση μου ήταν ακαριαία. Κάνω αριστερά με αλάρμ, κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, περνάω απέναντι τον δρόμο και βλέπω τον ηλικιωμένο άντρα να σπαρταράει σαν το ψάρι και να βγάζει αφρούς από το στόμα. Ήξερα ακριβώς τι είχε συμβεί αλλά δεν φανταζόμουν το γιατί.
Κάθομαι δίπλα του και μου απλώνει το χέρι. “Είστε καλά?” Τον ρωτάω.
Μα τι χαζή ερώτηση αναρωτήθηκα μετά. Άρχισε να ψελίζει κάτι αλλά από την φασαρία των αυτοκινήτων και το γαύγισμα του σκυλιού, μου ήταν αδύνατον να ακούσω. Προσπάθησα να τον σηκώσω να κάτσει και να τον ρωτήσω κατευθείαν που έχει τα φάρμακα του γιατί είχα καταλάβει ότι πρόκειται για επιληπτική κρίση. “Τίποτα, τίποτα δεν θέλω μόνο λίγο νερό”, μου είπε. Αγχώθηκα γιατί η γειτονία δεν είχε τίποτα παραμόνο σπίτια. Εκείνη την στιγμή βγήκε από το σπίτι του ένας επίσης ηλικιωμένος κύριος και τον παρακάλεσα να μου φέρει λιγο νερό. Κατάλαβε τι είχε συμβεί και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μου είχε φέρει ένα μπουκαλάκι νερό όπου και το έδωσα στον ηλικιωμένο άντρα για να συνέλθει.
“Είμαι επιληπτικός. Είχε να με πιάσει κρίση 6 μήνες αλλά δυστυχώς μου τελείωσαν να φάρμακα και δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να τα αγοράσω γιατί το ΙΚΑ σταμάτησε την βοήθεια για την αγορά τους. Είναι πολλα τα λεφτά και στοιχίζουν 350 ευρω.”
Τον άκουγα να μιλάει και όλο ανέβαινε ένας κόμπος στον λαιμό μου. “Εδώ κοντά μένετε? Θέλετε να ειδοποιήσω κάποιον? Τα παιδιά σας, την γυναίκα σας?” Τον ρωτάω. “Δεν έχω οικογένεια, κορίτσι μου, με την αδερφή μου μένω στην Νέα Ιωνία.”
– Έδω τι κάνετε? Πως θα γυρίσετε πίσω? Ρώτησα.
– Ήρθα να καθαρίσω έναν κήπο για να πάρω 5 ημερών μεροκάματο για να μπορέσω να αγοράσω τα φάρμακα μου. Θα πάω μέχρι ενός σημείου με τα πόδια και μετά το λεωφορείο.
Τον έβαλα να περιμένει στη σκιά, κάλεσα ένα ταξί, το προπλήρωσα γιατί ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για έναν ηλικιωμένο άνθρωπο που βασανίστηκε για να μεγαλώσει και βασανίζεται τώρα που έχει γεράσει.
Αυτό που κατάλαβα για άλλη μια φορά είναι ότι δεν χρειάζεται να το φωνάξουμε μόνο στην πολιτεία να τους βοηθήσει αλλά και εμείς οι ιδιοι πρέπει να σταματάμε και να μην τους προσπερνάμε όταν εκείνοι πέφτουν… Με μια λέξη Ανθρωπιά!