Στη Θεσσαλονίκη της κίνησης, του λιγοστού πρασίνου στο κέντρο και του-ανυπόφορου-πολλές φορές θορύβου των αυτοκινήτων, που θαρρείς ότι θέλουν να «καταπιούν» έστω και την τελευταία απάτητη σπιθαμή του δρόμου, υπάρχουν-ευτυχώς-λιγοστές οάσεις ηρεμίας για παιδιά και μεγάλους. Φτάνει να τις ανακαλύψει κανείς.
Έτσι κι εγώ πριν περίπου δύο μήνες, αναζητώντας ένα ήσυχο μέρος για μένα και το μικρό μου Χάρη, μια γωνιά να παίζει προστατευμένος κι εγώ να απολαμβάνω όσες γουλιές καφέ μου επιτρέπει, ανακάλυψα ένα ωραίο καφέ στον προαύλιο χώρο του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας-Θράκης, στην οδό Βασιλίσσης Όλγας, στο κέντρο της πόλης…
Ενθουσιάστηκα. Ο χώρος είναι μεγάλος, τα τραπεζάκια της καφετέριας κάτω από τη σκιά, η τιμή του καφέ σχετικά προσιτή και οι μαμάδες των άλλων παιδιών που και αυτές ανακάλυψαν έγκαιρα το μέρος, μια πολύ καλή παρέα.
Εκτός, όμως, από το baby-friendly περιβάλλον, ο χώρος είναι υψηλής αισθητικής, με την «Έπαυλη Μοδιάνο», ένα επιβλητικό κτίριο των αρχών του 20ού αιώνα και κηρυγμένο από το 1980 ως διατηρητέο μνημείο, να αποτελεί την κύρια ατραξιόν. Η κατασκευή της πραγματοποιήθηκε γύρω στα 1905-1906 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ελί Μοδιάνο, ο οποίος πρόσθεσε στο εκλεκτικιστικό της ύφος -κυρίως στα κιγκλιδώματα και τα μεταλλικά θυρόφυλλα της κεντρικής εισόδου -στοιχεία Art Nouveau.
«Θεσσαλονίκη, πόλις Εύξεινος-Πολύξενος»
Πριν μερικές μέρες, η πρωινή βόλτα στο μουσείο συνέπεσε με μία υπαίθρια διάλεξη του Ζήση Σκαμπάλη, προϊσταμένου Διεύθυνσης του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας-Θράκης, σχετικά με την περιοδική έκθεση που «τρέχει» από τον περασμένο Μάιο και μέχρι τον Ιούνιο του 2014 στους χώρους του μουσείου, με τίτλο «Θεσσαλονίκη, πόλις Εύξεινος-Πολύξενος».
Η έκθεση είναι ένα πολιτισμικό ταξίδι στο χρόνο και αναπτύσσεται σε τέσσερις ενότητες. Ξεκινά από την πόλη που ίδρυσε ο Κάσσανδρος το 315π.Χ και συνεχίζει με το 1912, την αρχή του ελεύθερου βίου της Θεσσαλονίκης και κυρίως με το 1917, χρονιά-σταθμό για την πόλη μετά τη μεγάλη πυρκαγιά και την ανοικοδόμηση που ακολούθησε. Η δεύτερη ενότητα της έκθεσης ολοκληρώνεται με την καινοτόμο σχολική αρχιτεκτονική που εμφανίζεται ταυτόχρονα με τις πολυκατοικίες στις αρχές του 1930. Η τρίτη ενότητα παρουσιάζει τα μέσα μαζικής ψυχαγωγίας της νεωτερικότητας, δηλαδή τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, αλλά και τους νέους θεσμούς της πόλης, όπως είναι το Πανεπιστήμιο, η Διεθνής Έκθεση, το λιμάνι. Στη τελευταία ενότητα περιλαμβάνονται αφενός η αφήγηση επτά δεκαετιών με ενδύματα από παραστάσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, αφετέρου το θέμα της πληθυσμιακής κινητικότητας.
Όπως αναφέρει στο έντυπο υλικό που διένειμε στους ακροατές ο αρχιτέκτων Ζήσης Σκαμπάλης, η έκθεση επιχειρεί να ανιχνεύσει αυτή τη μετάβαση στη νεωτερική εποχή. «Η Θεσσαλονίκη απορρόφησε τους κραδασμούς από πυκνά και δραματικά ιστορικά γεγονότα και φυσικές καταστροφές και τετραπλασιάστηκε μέσα στα τελευταία 100 χρόνια, ως πόλις εύξεινος-πολύξενος, όπως την κηλροδότησε ο ελληνικός οικουμενισμός που την ίδρυσε και η βυζαντινή ουμανιστική της παράδοση», σημειώνει.
Γύρισα στο σπίτι με χαμόγελο. Όχι μόνο γιατί ο Χάρης έπαιξε κι εγώ χαλάρωσα κάτω από τα δέντρα, αλλά και γιατί κατάλαβα ότι ο πολιτισμός υπάρχει ακόμη και στη βουή της πόλης, αρκεί να τον ψάξουμε.