Μπορεί να «έφυγε» εδώ και πολλά χρόνια, αλλά τα τραγούδια του εξακολουθούν να μας συντροφεύουν, να δημιουργούν γλυκόπικρες μνήμες αλλά και να εγείρουν το ενδιαφέρον της γενιάς που δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. Σα σήμερα γεννήθηκε ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του ελληνικού πενταγράμμου, ο Μάνος Λοΐζος.
Ο Εμμανουήλ Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του του 1937 σ’ ένα μικρό χωριό της Λάρνακας στην Κύπρο, ενώ όταν ήταν μόλις επτά ετών, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Η κλίση του Μάνου Λοΐζου προς τη μουσική εκδηλώθηκε από αρκετά νεαρή ηλικία, με αποτέλεσμα στα επτά του χρόνια να ξεκινά να μαθαίνει βιολί και να παρακολουθεί μαθήματα στο Εθνικό Ωδείο της Αλεξάνδρειας. Τελικά τον «κέρδισε» η κιθάρα.
Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο Αβέρωφ της Αλεξάνδρειας το 1955, ο Μάνος Λοΐζος εγγράφηκε στη Φαρμακευτική Σχολή στην Αθήνα, καταλήγοντας το 1956 στην ΑΣΟΕΕ. Ούτε εκεί, όμως, βρήκε αυτό που τον γέμιζε. Ή μάλλον το είχε ήδη βρει. Ήταν η μουσική. Έτσι εγκαταλείπει το 1960 και τις οικονομικές σπουδές για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική, ενώ παράλληλα εργάζεται περιστασιακά ως σερβιτόρος και παίζοντας μουσική σε μπουάτ ή ακόμη κι ως γραφίστας. Στη μόνιμη εγκατάσταση του Λοΐζου στην Αθήνα παίζουν σημαντικό ρόλο κι οι πολιτικές συνθήκες στην Αλεξάνδρεια, όταν ανεβαίνει στην εξουσία ο Νάσερ, με αποτέλεσμα η επιστροφή στην Αίγυπτο να κρίνεται απαγορευτική.
Το 1962 συμμετέχει στην πρωτοβουλία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής, της οποίας σκοπός ήταν η στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά κι η προβολή νέων ερμηνευτών και δημιουργών. Στο Σύλλογο Φίλων αργότερα θα συμμετάσχουν μεταξύ άλλων ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη κι ο Μάνος Ελευθερίου. Την ίδια χρονιά ο Μίκης Θεοδωράκης αναθέτει στο Λοΐζο τη διεύθυνση της χορωδίας του Συλλόγου, η οποία συμμετείχε στις παραστάσεις της «Όμορφης Πόλης». Παράλληλα θα τον συστήσουν στο Μίμη Πλέσσα, ο οποίος με τη σειρά του κάνει τις απαραίτητες επαφές με τη δισκογραφική εταιρεία «Philips» ώστε ο Λοΐζος να βρεθεί στα στούντιο για την πρώτη του ηχογράφηση. Κι εγένετο το «Τραγούδι του Δρόμου», η ελληνική απόδοση του ποιήματος του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα από το Νίκο Γκάτσο με το Γιώργο Μούτσιο να το ερμηνεύει.
Το 1965 ο Μάνος Λοϊζος παντρεύεται τη συγγραφέα παιδικών βιβλίων Μάρω Λήμνου, με την οποία ένα χρόνο μετά αποκτά την κόρη του, Μυρσίνη. Κι ενώ ξεκινά η πιο δημιουργική περίοδος στην καριέρα του συνθέτη, καθώς αναλάμβανε μουσική για θέατρο και σινεμά, το 1967 κατά τη δικτατορία μπαίνει στο στόχαστρο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, καθώς ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Παρ’ όλα αυτά, το 1968 κυκλοφορεί από τη Minos ο πρώτος του ολοκληρωμένος δίσκος με τίτλο «Ο Σταθμός», με τους στίχους των τραγουδιών να υπογράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος (σημ.: πέντε από τα κομμάτια είναι ορχηστρικά), ενώ μεταξύ των ερμηνευτών συγκαταλέγονται η Λίτσα Διαμάντη κι ο Γιώργος Νταλάρας.
Το 1970 κυκλοφορεί πάλι από το Minos ο δίσκος «Θαλασσογραφίες». Οι στίχοι των τραγουδιών είναι πάλι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ενώ για την ερμηνεία τους «επιστρατεύονται» οι Γιάννης Καλαντζής, Γιώργος Νταλάρας, Μαρίζα Κωχ και Γιάννης Πάριος.
Την επόμενη χρονιά προβάλλεται στους κινηματογράφους η ταινία του Αλέξη Δαμιανού «Ευδοκία» κι ο Λοΐζος υπογράφει τη μουσική της ταινίας, με το κεντρικό θέμα, το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» να είναι ένα από τα κομμάτια που ακούγονται ακόμη και σήμερα. Ενδιαφέρον σημειώνει εδώ το γεγονός πως ο Λοΐζος είχε ζητήσει από το Λευτέρη Παπαδόπουλο να βάλει στίχους στο κομμάτι, αλλά εκείνος αρνήθηκε, δηλώνοντας πως η μουσική είναι τόσο έντονη που υπερισχύει του οποιουδήποτε στίχου.
Το 1972 κυκλοφορεί πάλι από τη Minos ο δίσκος «Νά’χαμε, τι νά’χαμε» με το Γιώργο Νταλάρα και το Γιάννη Καλαντζή να ερμηνεύουν τα τραγούδια του album κι οι στίχοι είναι πάλι του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Την ίδια χρονιά ο Μάνος Λοΐζος γίνεται ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδας (ΕΜΣΕ), της οποίας στόχος ήταν η αντιμετώπιση της λογοκρισίας αλλά και της κασετοπειρατείας.
Το 1973, κι έπειτα από μία από τις καθοριστικές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, ο Μάνος Λοΐζος συλλαμβάνεται μετά την εξέγερση στο Πολυτεχνείο και κρατείται στην Ασφάλεια για περίπου δέκα ημέρες. Στη συνέχεια και μέσα στο κλίμα της νέας εποχής, συμμετέχει σε λαϊκές συναυλίες, κι από εκεί κι ύστερα ξεκινά μία αρκετά δημιουργική περίοδος για το συνθέτη. Το 1974 κυκλοφορεί ο δίσκος «Τα Τραγούδια του Δρόμου», όπου συμπεριλαμβάνονται όσα τραγούδια είχαν λογοκριθεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Από το δίσκο φυσικά ξεχωρίζουμε το «Δρόμο». Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί κι ο δίσκος «Καλημέρα, Ήλιε», όπου για πρώτη φορά βλέπουμε τη συνεργασία Του Λοΐζου με τη Χαρούλα Αλεξίου.
Το 1975 κυκλοφορεί ο δίσκος «Τα Νέγρικα» και την επόμενη χρονιά ο δίσκος «Τα Τραγούδια Μας» με μοναδικό ερμηνευτή το Γιώργο Νταλάρα σε στίχους Φώντα Λάδη.
Λίγα χρόνια μετά, συγκεκριμένα το 1979, κυκλοφορεί ένας δίσκος όπου αποκλειστική ερμηνεύτρια είναι η Χαρούλα Αλεξίου, ενώ οι στίχοι των τραγουδιών είναι του Μανώλη Ρασούλη και του Πυθαγόρα. Το album τιτλοφορείται «Τα τραγούδια της Χαρούλας» και γίνεται πλατινένιο.
Την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί ο δίσκος «Για Μια Μέρα Ζωής» (πάλι) από τη Minos, με μία δυνατή ομάδα ερμηνευτών, που την αποτελούν οι Δήμητρα Γαλάνη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Δώρα Σιτζάνη, αλλά κι ο ίδιος ο Μάνος Λοΐζος. Δυναμική, όμως, είναι κι η στιχουργική ομάδα με τους Λευτέρη Παπαδόπουλο, Μανώλη Ρασούλη, Δώρα Σιτζάνη, Φώντα Λάδη και Τάσο Λειβαδίτη να την απαρτίζουν. Σε στίχους του ίδιου του Λοΐζου είναι το τραγούδι «Σ’ ακολουθώ», ενώ ακόμη ξεχωρίζει και το «Η Μέρα Εκείνη Δε Θ’ αργήσει» σε ερμηνεία της Δήμητρας Γαλάνη.
Τον Οκτώβριο του 1981 κι έπειτα από μία σειρά συναυλιών στο εξωτερικό, ξεκινά ένας επώδυνος αγώνας για το Μάνο Λοΐζο. Μπαίνει στο νοσοκομείο με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και στη συνέχεια ταξιδεύει στη Μόσχα για περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις. Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ένα εγκεφαλικό επεισόδιο θα τον αναγκάσει να ξαναταξιδέψει εκεί τον Αύγουστο, αφήνοντας, τελικά την τελευταία του πνοή στη ρωσική πρωτεύουσα εξαιτίας ενός δεύτερου εγκεφαλικού.
Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Μάνου Λοΐζου, κυκλοφόρησε ο δίσκος «Γράμματα στην Αγαπημένη». Πρόκειται για μία προχειρη ηχογράφηση μελοποιημένων ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ σε απόδοση του Γιάννη Ρίτσου.
Πρόκειται μάλιστα για ένα ντοκουμέντο που αποδεικνύει το μεγαλείο της πολιτισμικής κληρονομιάς που άφησε πίσω του ο Λοΐζος, ακόμη κι αν «έφυγε» νωρίς. Πράγμα που οδήγησε στην κυκλοφορία ενός σεβαστού αριθμού δίσκων, όπως «Οι Μπαλάντες του Μάνου» το 1992 και «Τα Τραγούδια του Σεβάχ» το 2003 (σημ.: εδώ μπορείτε να βρείτε όλη τη δισκογραφία του Μάνου Λοΐζου), ενώ σε κάθε δίσκο συμμετείχε ένας μεγάλος αριθμός ερμηνευτών, αποδίδοντας έτσι ένα φόρο τιμής στο μεγάλο συνθέτη. Έτσι, ακόμη και σήμερα, ο Μάνος Λοΐζος μέσα από τα τραγούδια του, που ύμνησαν κάθε ανθρώπινη αξία, εξακολουθούν να μας συντροφεύουν, ενώ την ίδια στιγμή ακόμη κι όσοι δεν τον «πρόλαβαν», όπως εγώ, έχουμε τη δυνατότητα να τον γνωρίσουμε και φυσικά να τον κάνουμε μέρος της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Άλλωστε… όλα τον θυμίζουν, απλά κι αγαπημένα.