«Μην βάζεις για κανέναν το χέρι σου στην φωτιά». Δεν ξέρω ποιος μιλάει. Η λογική μιλάει συχνά έτσι. Κάθεται παρέα με τον πόνο πολλές φορές και έρχεται και ο φόβος μετά από λίγο και γίνονται τα πράγματα χειρότερα. Τους τα έχει μάθει η εμπειρία αυτά. Η ίδια που λέει πως όταν καείς απ’ τον χυλό φυσάς και το γιαούρτι.
Γίνεται ένα λάθος, μια στραβοτιμονιά στην δουλειά και σε βλέπω να αμφιβάλεις. Στο βάρος της ευθύνης λυγίζεις και κάνεις πίσω χωρίς να πάρεις θέση ή αν καταφέρεις και τοποθετηθείς θα ρίξεις το φταίξιμο στον διπλανό σου. Έχουν δει πολλά τα μάτια σου και δύσκολα πια εμπιστεύεσαι άλλον πέρα από τον εαυτό σου. Εύκολα ανεβαίνεις στα έδρανα ως άλλος δικαστής να συνετίσεις στην καλύτερη περίπτωση, να τιμωρήσεις στην χειρότερη. «Εγώ δεν θα το έκανα», «εγώ θα πρόσεχα», «τα ήθελες και τα πάθαινες», λόγια «παρήγορα».
Οι φίλοι στα δύσκολα φαίνονται, έτσι λένε. Μα είναι τα ίδια δύσκολα που μπορεί να τους κρατήσουν πίσω και να σε αφήσουν χωρίς πλάτες όταν θα τους χρειαστείς. Και θα σταματήσεις να παίρνεις όρκο πια γι’ αυτούς. Κάνουν κι εκείνοι λάθη και εσύ πληγωμένος δεν επιχειρηματολογείς πια γι αυτούς. Χάνεις την πίστη σου στους ανθρώπους και χάνουν κι αυτοί τον δικηγόρο τους. Οι πιο καλοί δικηγόροι είναι οι άνθρωποι που μας αγαπάνε. Οι δικηγόροι οι απλήρωτοι που έλεγε η γιαγιά μου.
Είναι και οι έρωτες με τις ιστορίες τους να μετράνε τα περισσότερα εγκαύματα. Εκεί που παίζει έδρα η καρδιά και η λογική κάθεται στην άκρη. Εκεί θες φως και ζεστασιά και η φωτιά είναι πια μονόδρομος. Και σε αυτές τις πιο καυτές ιστορίες υπάρχει φυσικά και ο μεγαλύτερος κίνδυνος να καείς και τα εγκαύματα να αφήσουν και σημάδια. Κι αν η αλήθεια σου που βροντοφώναζες χωρίς φόβο και με πολύ πάθος, γίνει ψέμα, γιατί συμβαίνουν κι αυτά, απομακρύνεις κι εσύ πια τα χέρια από την φωτιά.
Πόσο σε καταλαβαίνω που φοβάσαι. Μα δεν γίνεται να μην σε απογοητεύσουν οι άνθρωποι. Πόσο σε καταλαβαίνω που φοβάσαι. Μα δεν γίνεται να χάσεις την πίστη σου. Αλήθεια σε καταλαβαίνω. Αλλά δεν γίνεται να χάσεις την ζεστασιά.
Κείμενο: Ρούλα Καρακούση