Το βιβλίο, ειδικά αυτήν την περίοδο της θερινής ραστώνης, είναι ίσως η καλύτερη συντροφιά δίπλα στην ακροθαλασσιά. Από τη μία λέμε δόξα τω Θεώ που υπάρχουν άπειροι τίτλοι μεταξύ των οποίων μπορεί κανείς να επιλέξει. Μόνο που εγώ είμαι – ας το πω ευγενικά! – αλλεργική στα ρομάντζα και γενικότερα σε βιβλία όπου σε τετρακόσιες plus σελίδες ο/η εκάστοτε συγγραφεύς αναλύει μόνο το πόσο πονάει το αγόρι που αγάπησε και που όλες αυτές τις σελίδες τις διακατέχει μία αύρα «το αχ το λεν’ οι ζωντανοί, το βαχ οι πεθαμένοι, εγώ λέω και τα δυο γιατί ειμ’ ερωτευμένη»!
Δε λέω πως είμαι τελείως αρνητική στο ρομαντικό στοιχείο, αλλά ΟΧΙ πια και σε τέτοιο βαθμό! Αντίθετα θεωρώ πως ένα βιβλίο πρέπει να σου εξάπτει την περιέργεια, τη φαντασία και στην ουσία να σε βάζει και λίγο να σκέφτεσαι. Αυτό το κάνουν τα αστυνομικά/ψυχολογικά θρίλερ – ειδικά οι Σκανδιναβοί συγγραφείς πλέον μπορεί να πει κανείς πως είναι μάστορες του είδους! – ή ακόμη και μυθιστορήματα εποχής και μυστηρίου. Η Μαρία από την άλλη υποστηρίζει το αντίθετο. Ας δούμε τι έχει να μας πει!
«Αυτό το φτερωτό αγγελάκι ας μάθει επιτέλους να στοχεύει. Έρωτα μας βασανίζεις!» (από την Μαρία Παπουτσάκη)
Ο έρωτας πολύ συχνά σε παιδεύει. Μπορεί να σε στείλει από την κόλαση στον παράδεισο και αντίστροφα. Ποιός λοιπόν δεν θέλει να τον ζήσει, ακόμη και αν είναι να «καεί» γι’ αυτόν; Αυτό «εκμεταλλεύονται» και οι συγγραφείς και κατά καιρούς δημιουργούν τα απόλυτα ρομάντζα, που μπορούν να σε κάνουν να συγκινηθείς και να κλάψεις τόσο πολύ μέχρι να στερέψεις. Αν και η φίλη μου, η Αντιγόνη, θα προσπαθήσει να με πείσει ότι τα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι είναι καλύτερα, μπορώ να της αποδείξω ότι η αγάπη νικά τα πάντα. Ακόμη και τον θάνατο.
Σίγουρα, όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», δεν μπορεί να ξεχάσει τα χρόνια που πέρασαν για να συναντηθούν ξανά ο Φλορεντίνο και η Φερμίνα. Πενήντα ένα ολόκληρα χρόνια την περίμενε και σαν να μην είχε περάσει ούτε λεπτό από την μέρα που χωρίστηκαν, γιατί στην ουσία δεν χώρισαν ποτέ, βρέθηκαν πάλι αγκαλιά. Είμαι πολύ μελό; Κι όμως τα ρομάντζα έχουν την δική τους γλύκα. Δεν υπάρχει πάντα happy end και χαίρομαι γι’ αυτό, διότι κάνει το τέλος πιο ρεαλιστικό.
Τα αισθηματικά μυθιστορήματα έχουν το δικό τους κοινό. Μια νοικοκυρά κλεισμένη στο σπίτι και παντρεμένη για αρκετά χρόνια και μία έφηβη που ανακαλύπτει την αγάπη αλλά και την σεξουαλικότητα της έχουν την ίδια ανάγκη. Να ζήσουν τον απόλυτο έρωτα! Αυτό μπορεί να στο προσφέρει ένα ρομάντζο. Φυσικά δεν εννοώ ένα βιβλίο που δεν θα ανοίγει επειδή θα κολλάει από τα μέλια, αλλά σελίδες που θα σε συνταράξουν. Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας δύο νέων παιδιών λόγω συμφερόντων, μία σχέση που τελείωσε άδοξα με τον θάνατο του ενός, μία συνάντηση μετά από χρόνια, ένα σκίρτημα κάθε φορά που τον βλέπεις και ξέρεις ότι δεν μπορείς να τον έχεις, θα μου κεντρίσουν το ενδιαφέρον.
Γιατί; Αυτό είναι το ερώτημα. Μοιάζουν τόσο συνηθισμένα και χωρίς ουσία. Ναι, όμως είναι βγαλμένα από την ζωή. Όλα αυτά που προείπα έχουν συμβεί, σε αντίθεση με βιβλία τύπου «Harry Potter», που μπορεί η επιστημονική φαντασία να βαράει κόκκινο, η βαρεμάρα μου βαράει εκρού. Ναι, του νεκρού, διότι βαριέμαι του θανατά.
Τέλος, θα ήθελα να τονίσω ότι ρομάντζο από ρομάντζο διαφέρει. Μπορείς να βρεις βιβλία που τα σιρόπια θα γεμίζουν 457 σελίδες, μπορείς όμως και να βρεις ένα που θα περιέχει πόνο, φόβο, θλίψη, οργή, απογοήτευση –ειδικά αυτό, έρωτα και αληθινή αγάπη. Αντιγόνη μου, με τα ρομαντικά βιβλία μπορείς να ζήσεις έναν μεγάλο έρωτα, έστω και στην φαντασία σου. Μπορείς να βουτήξεις σε ένα βιβλίο και να γίνεις η ηρωίδα. Ή προτιμάς να γίνω serial killer;
«The butler did it…! Or didn’t he…?» (από την Αντιγόνη Αδαμοπούλου)
Αρχικά πρέπει να ΞΑΝΑξεκαθαρίσω πως δεν είμαι κι η πιο ρομαντική ψυχή που μπορεί να συναντήσει κανείς. Παρ’ όλα αυτά δεν ισοπεδώνω τον έρωτα. Και διόλου απίθανο ένα βιβλίο που διεγείρει μία πληθώρα συναισθημάτων αναφορικά με τον έρωτα των ηρώων του να με συγκινήσει. Είναι, όμως, που η Enid Blyton – ξέρεις, η «μαμά» των «Μυστικών Εφτά»! – με είχε μυήσει από μικρή στον κόσμο του μυστηρίου στα βιβλία! Κι ας πούμε την αλήθεια… Πολλές από αυτές τις ιστορίες περί άτυχων ερώτων είναι τόσο τραβηγμένες από τα μαλλιά που όχι μόνο σου είναι αδύνατο να ταυτιστεί ο αναγνώστης, αλλά μάλλον θα θεωρούσε τους χαρακτήρες παράδειγμα προς αποφυγήν. Αυτό είναι το καλό με ένα βιβλίο μυστηρίου. Για τις ανάγκες ενός τέτοιου βιβλίου – και με δεδομένο το γεγονός πως ο συγγραφέας σέβεται τη νοημοσύνη του κοινού του – προηγηθεί σωστή κι εκτεταμένη έρευνα προκειμένου η ιστορία να έχει βάση και λογική καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης.
Δεύτερον, ένα περιπετειώδες βιβλίο – από Agatha Christie και «Sherlock Holmes» μέχρι τη σειρά «Χάρι Χόλε» του Jo Nesbo – κρατά τον αναγνώστη σε συνεχή εγρήγορση. Ειδικά αν είναι σωστά δομημένη όλη η πλοκή, τότε μπορεί κι εκείνος βάσει των στοιχείων να γίνει ένας άλλος Watson για τον εκάστοτε ήρωα. Να τα αναλύσει και να κάνει τη δική του υπόθεση. Μετά δύο τινά θα συμβούν: ή θα δικαιωθεί και θα χοροπηδάει επειδή έλυσε το μυστήριο είτε θα πει πως χρειάζεται περαιτέρω εξάσκηση! Σε μία ρομαντική ιστορία, όσο και να σου προκαλεί έναν χείμαρρο συναισθημάτων, δε σε βάζει να σκέφτεσαι ή να προβληματίζεσαι. Τώρα, αν τυχόν κάποιος συγγραφέας ενός τέτοιου βιβλίου καταφέρει να με κάνει να προβληματιστώ με κάποιον τρόπο – να, η Kate Morton, για παράδειγμα, αναζήτησέ τη, Μαριώ! – , τότε ΟΚ, του βγάζω το καπέλο!
Έπειτα θεωρώ πως το πρόβλημα με τα ρομαντικά βιβλία είναι αυτό ακριβώς: η επικείμενη ταύτιση αναγνώστη – ήρωα. Δυστυχώς πλέον τα ρομαντικά βιβλία σου χτίζουν μία τόσο ιδεατή εικόνα για τον έρωτα και πώς πρέπει να είναι αυτός, με αποτέλεσμα όταν ο αναγνώστης αφήνει το βιβλίο αυτό στην άκρη να ψάχνει να βρει αυτό που διάβασε προηγουμένως. Έτσι ξεχνάνε κάτι πολύ βασικό: πως ο έρωτας είναι κάτι τελείως διαφορετικό για τον καθένα. Ή για να είμαι πιο ακριβής, βυθίζονται στην αναζήτηση μίας ίσως ουτοπικής απάντησης ξεχνώντας να αντιληφθούν πως ο έρωτας που ψάχνουν δεν πρόκειται να είναι αποκύημα της φαντασίας ενός συγγραφέα. Όσο κι αν λέμε πως η τέχνη αντιγράφει τη ζωή, αυτά τα δύο δε θα είναι ΠΟΤΕ ένα και το αυτό.
Η αλήθεια είναι πως γενικώς, ενώ θεωρώ τα βιβλία ένας τρόπο «απόδρασης» του μυαλού και τρόπο χαλάρωσης, δε θέλω να αποχαυνώνομαι για 400+ σελίδες. Θέλω λίγο να με βάζει στη διαδικασία να σκεφτώ, να μη μου τα δίνει όλα στο πιάτο. Αυτό σου το προσφέρει ένα βιβλίο περιπέτειας, μυστηρίου ή ένα ψυχολογικό θρίλερ. Επομένως, καλός κι ο έρωτας στα βιβλία, Μαρία μου, αλλά με ρέγουλα, γιατί αλλιώς είναι de facto τα σορόπια!
Εσείς, φίλες και φίλοι του The K-Magazine… τι «ψηφίζετε»;