Όταν αποφασίζουμε να αποκτήσουμε πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες, η πρώτη μας σκέψη (που μπορεί και να μας αποθαρρύνει κάποιες φορές) είναι οι περιορισμοί. Κακά τα ψέματα, τα μπισκότα και τα πατατάκια δε θα έχουν πια περίοπτη θέση στην κουζίνα μας – θα την καταλάβουν τα δημητριακά, τα λαχανικά, τα φρούτα… Παρ’ όλα αυτά, όσο κι αν ακολουθούμε τους κανόνες αναφορικά με αυτούς τους περιορισμούς, ρόλο στην επίτευξη το όποιου στόχου – κι ειδικότερα στην απώλεια περιττού σωματικού λίπους – παίζει κι η ώρα που τρώμε.
Στη διάρκεια μίας μελέτης του Πανεπιστημίου του Surrey, οι ερευνητές χώρισαν δεκατρείς υγιείς εθελοντές σε δύο ομάδες: στην πρώτη οι συμμετέχοντες έτρωγαν πρωινό μιάμιση ώρα αργότερα από την ώρα που ξυπνούσαν και δείπνο μιάμιση ώρα αργότερα από το συνηθισμένο τους, ενώ στη δεύτερη ομάδα τα χρονικά μοτίβα παρέμειναν ίδια, αναλόγως τις συνήθειες των συμμετεχόντων. Η μελέτη διήρκησε δέκα εβδομάδες, ενώ επίσης αξίζει να σημειώσουμε πως δεν υπήρχε κανένας απολύτως περιορισμός στις διατροφικές επιλογές των εθελοντών.
Στο τέλος της μελέτης η πρώτη ομάδα είχε περιορίσει κατά τέσσερις έως τεσσερισήμισι ώρες την πρόσληψη τροφής μέσα στην μέρα κι οι συμμετέχοντες παρατήρησαν την αλλαγή που σε άλλες δίαιτες παρατηρείται δυσκολότερα: είχαν παρουσιάσει απώλεια λίπους. Επίσης, είχαν μειωμένη πρόσληψη θερμίδων, αλλά κι ελαφρώς μειωμένη LDL χοληστερόλη, η αύξηση της οποίας συχνά συνδέεται με κινδύνους για την υγεία μας. Οι συμμετέχοντες της δεύτερης ομάδας, από την άλλη, δεν παρουσίασαν καμία αλλαγή.
Όμως, οι εθελοντές της πρώτης ομάδας ανέφεραν πως δύσκολα θα μπορούσαν να τηρήσουν αυτό το πρόγραμμα διατροφής, κυρίως επειδή οι κοινωνικές κι οικογενειακές υποχρεώσεις μπορούν πάντα να το επηρεάσουν – αν και το 43% θα δεχόταν να συνεχίσει το πρόγραμμα αν οι ώρες ήταν πιο ευέλικτες.
Η έρευνα, αν και προκαταρκτική, φαίνεται να συμφωνεί με τα ευρήματα άλλων ερευνών που σχετίζονται με τις ώρες που τρώμε μέσα στη μέρα αλλά και τις χρονικές αποστάσεις ανάμεσα στα γεύματά μας. Ανάμεσα σε αυτά είναι ο προαναφερόμενος περιορισμός λίπους, αλλά και του σακχάρου του αίματος και της LDL χοληστερόλης, το αίσθημα κορεσμού που διαρκεί (μειώνοντας έτσι το ένοχο “τσιμπολόγημα”) και μακροπρόθεσμα λειτουργεί ως μηχανισμός ενάντια στην παχυσαρκία αλλά και σε προβλήματα υγείας που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής μας.
Φυσικά, δεν ξεχνάμε πως προτού επιλέξουμε οριστικά μία συγκεκριμένη δίαιτα, καλό είναι να έχουμε συμβουλευτεί τον προσωπικό μας ιατρό ή κι έναν ειδικό διατροφολόγο – άλλωστε το ευ ζην δε βασίζεται… σε προσωπικά πειράματα, αλλά σε ένα σύνολο ενεργειών που επιβεβαιωμένο θα το επηρεάσουν προς το καλύτερο!