Δε σε βλέπω, αλλά ξέρω πως είσαι εδώ…, της Αντιγόνης Αδαμοπούλου

Ίσως οι παρακάτω γραμμές για κάποιους να φανούν εκτός χρόνου, καθώς έχει παρέλθει η Γιορτή της Μητέρας εδώ και πολύ καιρό. Οι φίλοι του The K-Magazine ίσως παρατηρήσατε πως εκείνη τη μέρα, αντί να ακολουθήσω το παράδειγμα της Λίνας ή της Αλεξάνδρας και να πω δυο λόγια για τη μητέρα μου, προτίμησα να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα σε ταινίες με κεντρικό πρόσωπο τη μητέρα.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ομολογήσω πως εκείνη τη μέρα, αλλά και τις προηγούμενες, ένιωθα ένα τσίμπημα ζήλειας όσο οι περισσότεροι προετοιμάζονταν για να τιμήσουν τις μανούλες τους. Γιατί διάβαζα για αναμνήσεις που εγώ δεν ήταν γραφτό να αποκτήσω. Μόνο που πλέον ήρθε η ώρα να τα πω, να τα βγάλω από μέσα μου. Κι ευελπιστώ πως διαβάζοντας αυτές τις γραμμές θα καταλάβετε γιατί έλεγα και ξανάλεγα «να αγαπάτε τις μανούλες σας και να τους το λέτε κάθε στιγμή».
Ήταν σα σήμερα, 11η Σεπτεμβρίου του 1993, όταν έλεγα στη μητέρα μου το τελευταίο αντίο. Ήμουν σχεδόν δέκα χρονών. Ενώ εκείνη τη μέρα οι συμμαθητές μου συγκεντρώνονταν στην αυλή για τον αγιασμό που θα σηματοδοτούσε την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, εγώ ήμουν στο σπίτι για να της δώσω ένα τελευταίο φιλί. Όσες φιλότιμες προσπάθειες κι αν έκαναν ο πατέρας μου κι η αδερφή μου για να με προετοιμάσουν για εκείνη τη στιγμή, η αλήθεια είναι πως κανένας άνθρωπος δε μπορεί ποτέ να είναι έτοιμος να πει το τελευταίο αντίο. Και φυσικά, όπως λέει κι ένας στίχος της Delta Goodrem «There’s no such thing as a beautiful goodbye». Πόσο μάλλον σε περιπτώσεις όπως αυτή.

Όσο κι αν το ευχόμουν, όσο κι αν της έλεγα σιωπηλά «εδώ είμαι, άνοιξε τα μάτια, πες μου πως δε φεύγεις», ήξερα πως δε θα το έκανε, κι ούτε θα ξανάκουγα εκείνο το «Αντιγονάκι μου».

Θυμάμαι τα βλέμματα όλων πάνω μου. Ομολογώ πως εκείνη τη στιγμή τα μίσησα, γιατί για πρώτη φορά ένιωσα το τσίμπημα του οίκτου. Θυμάμαι την αδερφή μου να μου κρατάει συνεχώς το χέρι. Θυμάμαι που ακόμα και το σκυλάκι μας θρηνούσε. Θυμάμαι που προκειμένου να με προστατεύσουν και να μην έρθω στα Κοιμητήρια, οι δικοί μου ζήτησαν από την οικογένεια της τότε κολλητής – τι απαίσιος όρος, πραγματικά! – της αδερφής μου να με πάρουν να παίξω με τα ζωάκια που είχαν στο σπίτι τους. Θυμάμαι που για να με κάνει να μη σκέφτομαι, η κοπέλα έβαλε να δούμε το «Pretty Woman». Τότε ήταν που είδα την ταινία για πρώτη φορά. Δέκα χρονών. Κι όποτε την ξαναβλέπω δακρύζω. Όχι όταν η Julia Roberts αφήνει το Richard Gere, αλλά όταν συνειδητοποιώ πότε την είδα πρώτη φορά.

Δεν έχω να θυμάμαι εκείνους τους καυγάδες μεταξύ μητέρας κι έφηβης κόρης. Δεν έχω ανάμνηση όπου τρέχω στην αγκαλιά της εξαιτίας μιας ερωτικής απογοήτευσης. Αυτά τα βάρη – συν πολλά ακόμη – τα επωμίσθηκαν ο πατέρας μου κι η αδερφή μου. Ο μεν πατέρας μου έπρεπε να ανασκουμπωθεί και να παίξει διπλό ρόλο για τα δυο του κορίτσια κι η αδερφή μου αναγκάστηκε στη δύσκολη ηλικία των δεκαέξι να γίνει ΚΑΙ μητέρα μου.

Δεν είμαι αχάριστη, σε καμία των περιπτώσεων.

Μπορεί η μητέρα μου να είχε φύγει, αλλά ευχαριστώ κάθε μέρα το Θεό γι’ αυτούς τους δύο ανθρώπους. Ένας πατέρας που θα έδινε και τη ζωή του για εμάς και μία αδερφή που με τον τρόπο που με μεγάλωσε και – χωρίς καμία υπερβολή – με ανάστησε, θα έκανε πολλές μητέρες να νιώσουν ανεπαρκείς. Όσα «ευχαριστώ» κι αν πω, ό, τι κι αν κάνω ποτέ γι’ αυτούς, ξέρω πως δε θα είναι ποτέ αρκετό.

Ήταν το πρώτο που σκεφτόμουν κάθε δορά που κάποιος μάθαινε πως για χρόνια είχαμε μείνει οι τρεις μας. «Μπορεί εκείνη να λείπει, αλλά δε με άφησε μόνη, μου άφησε έναν υπέροχο πατέρα και μία αδερφή την οποία την έχω ψηλά». Την αμαρτία μου θα την πω, όμως… Υπήρξαν στιγμές που ήθελα κι εκείνη κοντά μου.

Την ήθελα όταν έκλαιγα για κάποιο αγόρι. Όποτε ένιωθα να πνίγομαι ή τα δάκρυα που έτρεχαν για οποιονδήποτε λόγο, ήθελα να με πάρει αγκαλιά και να μου πει «όλα θα πάνε καλά». Την ήθελα – όλοι τη θέλαμε – μαζί μας όταν ντύναμε την αδερφή μου νύφη. Λαχταρούσα να τη δω να κρατάει αγκαλιά τον ανιψιό μου, τον ΕΓΓΟΝΟ ΤΗΣ, όταν εκείνος είπε «ΤΖΑ!» στον κόσμο μας. Είκοσι χρόνια πέρασαν και μαζί αμέτρητες στιγμές που σκέφτηκα «μακάρι να ήσουν εδώ». Είκοσι χρόνια μετά, θα ήθελα πολύ να μου πει τι εντύπωση έχει για μένα, να μου δώσει συμβουλές. Να μου πει αν είναι περήφανη για μένα.

Θυμάμαι, όμως, πώς γελούσε όταν της ανακοίνωνα καινούριες λέξεις – «ολόψοφιο ψάρι;» Άκου εκεί! Θυμάμαι την αγκαλιά της. Θυμάμαι τη γλύκα στη φωνή της όταν μ’ έλεγε «Αντιγονάκι». Θυμάμαι που ο πατέρας μου μου είπε πως, όσο ήταν στο Λονδίνο για τις θεραπείες της, τον έσερνε στα μαγαζιά για να βρούνε τα συνολάκια που ζήτησε η αδερφή μου – οι γονείς μας έβγαζαν φωτογραφία τις βιτρίνες για να διαλέξει τι ήθελε, ώστε την επόμενη φορά να τα έφερναν – κι ένα λούτρινο σκιουράκι. «Πάμε να βρούμε έναν ωραίο σκίουρο για το Αντιγονάκι, τον άλλον τον έφαγε ο Μπλάκυ». Παρά την όλη ταλαιπωρία της, γυρνούσε από μαγαζί σε μαγαζί για να βρει τα ρούχα της αδερφής μου και το πιο όμορφο σκιουράκι για μένα! Ηρέμησε μόνο όταν είχε τα δώρα μας στα χέρια της.

Το τελευταίο διάστημα πολλές φορές τη βλέπω στον ύπνο μου. Δε μιλάμε. Απλά κοιτάμε η μία την άλλη. Μου χαμογελάει. Ακόμη και τις περιόδους του απίστευτου άγχους, εκείνη έρχεται μαζί με το Μορφέα, μου χαϊδεύει το πρόσωπο και μου χαμογελάει. Είναι τότε που ξέρω πως τελικά δεν είπαμε ποτέ «αντίο». Κι ούτε πρόκειται. Είναι ακόμη κοντά μου. Απλά το νιώθω, δε μπορώ να το εξηγήσω, και μάλλον δε χρειάζεται.

Δεν ξέρω αν έγινα αυτό που λέμε «καλός/υπέροχος/βάλτε-όποιο-επίθετο-θέλετε άνθρωπος». Δεν είμαι εγώ αυτή που θα το κρίνει. Πιστεύω όμως – τουλάχιστον θέλω να πιστεύω – πως κακός άνθρωπος δε έγινα. Και ξέρω πως ό,τι κάνω το κάνω όχι μόνο για να βοηθήσω και να δώσω χαρά σε όσους είναι δίπλα μου και με νοιάζονται, αλλά και για να κάνω ΕΚΕΙΝΗ περήφανη. Όταν πέφτω, σηκώνομαι ΚΑΙ για εκείνη.

Πέρασαν είκοσι χρόνια. Εξακολουθώ να σε σκέφτομαι. Μπορεί να λείπει η αγκαλιά και το γέλιο, αλλά το βλέμμα σου το νιώθω πάντα επάνω μου, ζεστό. Δε με ακούνε να το λέω συχνά, αλλά είκοσι χρόνια ακόμη το λέω και δε θα πάψω: Σ’ΑΓΑΠΑΩ, μαμά. Σ’ ευχαριστώ που είσαι κοντά μου. Κι ας μη σε βλέπω, ξέρω πως είσαι εδώ.

http://www.youtube.com/watch?v=wO9EAM2rDYM

You may also like