Από τη Φανή Βαγγελάτου- Λογοθεραπεύτρια*
Συνήθως, ο όρος σχολική ετοιμότητα χρησιμοποιείται κατά τη μετάβαση ενός μαθητή από το νηπιαγωγείο στην πρώτη δημοτικού. Είναι σύνηθες οι γονείς και οι δάσκαλοι να αγωνιούν για το αν το παιδί θα τα καταφέρει στην πρώτη δημοτικού, αφού αλλάζει εντελώς περιβάλλον και οι απαιτήσεις αυξάνονται, καθώς η γραφή και η ανάγνωση μοιάζουν να κυριαρχούν. Υπάρχουν όμως και άλλες περιπτώσεις που συζητάμε για τη σχολική ετοιμότητα, όπως η περίπτωση μετάβασης από τον παιδικό σταθμό στο νηπιαγωγείο και φυσικά από το ασφαλές και οικείο περιβάλλον της οικογένειας, στο πρώτο «ξένο» για τα παιδιά περιβάλλον, το πρώτο τους σχολείο.
Η τετράχρονη Κατερίνα γνωρίζει το αλφάβητο και μπορεί να μετρήσει μέχρι το 20, όμως είναι πολύ ντροπαλή και αποφεύγει τους μεγαλύτερους. Ο φίλος της ο Γιωργάκης είναι κοινωνικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, όταν όμως δε γίνεται το δικό του, βγαίνει εκτός ορίων, γίνεται επιθετικός και μη διαχειρίσιμος. Ο Κωσταντίνος, που είναι μεγαλύτερος από τα άλλα παιδάκια, κάνει πολύ δύσκολα φίλους, απομονώνεται και δε συμμετέχει σε ομαδικές δραστηριότητες. Η Μαρία είναι πολύ κοινωνική και ομιλητική και το λεξιλόγιό της είναι πιο πλούσιο από τα περισσότερα παιδάκια της ηλικίας της, δυσκολεύεται πολύ όμως να κάνει δραστηριότητες που απαιτούν λεπτή κινητικότητα και γι’ αυτό αρνείται ακόμα και να ζωγραφίσει.
Είναι πολύ πιθανό κάποια από τις παραπάνω περιγραφές να σας θυμίζει κάποιον παλιό συμμαθητή σας, κάποιον μαθητή σας, το παιδάκι ενός φίλου, το δικό σας παιδί. Επομένως, πιθανώς να σας έχει απασχολήσει και εσάς το ερώτημα «ποιό από αυτά τα παιδάκια θα είναι έτοιμο για τον επόμενο χρόνο στο σχολείο και ποιό αντίστοιχα θα το ωφελούσε ένας ακόμα χρόνος στον παιδικό σταθμό ή το νηπιαγωγείο;»
Πολλοί –γονείς κυρίως- αντιμετωπίζουν αυτό το δίλημμα, αγωνιούν και συμβουλεύονται ειδικούς και δασκάλους, χωρίς να είναι ποτέ σίγουροι για την ορθότητα της απόφασής τους. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει απλή απάντηση για αυτήν την ερώτηση, γενικά λέμε πως ένα παιδί πρέπει να είναι κοινωνικά και συναισθηματικά ώριμο να αντιμετωπίσει τις αυξημένες απαιτήσεις του νηπιαγωγείου και του δημοτικού, ανεξάρτητα από την ηλικία του. Δε πρέπει να ξεχνάμε πως κάθε παιδί έχει διαφορετικούς χρόνους ανάπτυξης και πως έτσι κι αλλιώς θα έχει πολύ μεγάλη διαφορά από τη δεδομένη στιγμή που συζητάμε τις μέχρι τώρα ικανότητές του και μέσα στους επόμενους έξι μήνες.
Για να συνοψίσουμε, χρειάζονται αρκετές δεξιότητες για να μπορέσει ένα παιδί να ενταχθεί ομαλά στο σχολείο και όσο οι τάξεις προχωρούν και φτάνουμε στο δημοτικό, οι απαιτήσεις γίνονται περισσότερες καθώς το παιδί ξαφνικά μεταβαίνει σε ένα μεγαλύτερο και πιο χαοτικό περιβάλλον, η αναλογία δασκάλου-μαθητή αλλά και ο συνολικός αριθμών παιδιών και «μεγάλων» αυξάνεται, οι κανόνες είναι περισσότεροι και πιο αυστηροί και φυσικά, η οπτική και ακουστική αναγνώριση, καθώς και η γραφή γραμμάτων έχουν εξέχοντα ρόλο και μπορούν ακόμα και να διαμορφώσουν ή να επηρεάσουν την εικόνα ενός παιδιού απέναντι στους συμμαθητές και τους δασκάλους του.
Αναφέρουμε κάποιες βασικές δεξιότητες απαραίτητες για την ομαλή ένταξη των παιδιών στο σχολείο:
•Συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη (αυτοπεποίθηση, γνώση και έκφραση συναισθημάτων, ομαδικότητα, ικανότητα δημιουργίας σχέσεων, ανεξαρτησία, κατανόηση, κλπ.)
•Γλώσσα-Λεξιλόγιο (να φτιάχνει κατανοητές προτάσεις, να κατανοεί και να ακολουθεί οδηγίες, να αρθρώνει σωστά και να γίνεται κατανοητό, να αναγνωρίζει και να αντιγράφει σύμβολα και γράμματα, να διηγείται μικρές ιστορίες με σωστή σειρά, κλπ.)
•Αδρή και λεπτή κινητικότητα (να μιμείται κινήσεις, να παίζει με μπάλα, να τρέχει και να σκαρφαλώνει, να έχει τριποδική λαβή, να μπορεί να φτιάχνει παζλ με λίγα κομμάτια, να ζωγραφίζει, κλπ.)
•Γενικές Δεξιότητες (να μπορεί να παρακολουθεί ή να συμμετέχει σε μία συζήτηση, να δίνει βασικές πληροφορίες για την οικογένεια και τη καθημερινότητά του, να ζητάει βοήθεια όταν χρειάζεται, να μπορεί να κάθεται σε καρέκλα, να ολοκληρώνει δραστηριότητες, να μπορεί να προσανατολίζεται στο χρόνο και στο χώρο, κτλ.)
Όλοι αυτοί οι παράγοντες κάνουν την ένταξη των παιδιών μια πολύπλοκη διαδικασία. Γι’ αυτό το λόγο, σε κάποιες χώρες του εξωτερικού με ιδιαίτερα καλό εκπαιδευτικό σύστημα, υπάρχουν ειδικά τμήματα και περίοδοι ένταξης για όσα παιδιά το έχουν ανάγκη, μέχρι τη τελική τους προσαρμογή σε κάθε τάξη. Τι γίνεται όμως στην Ελλάδα του σήμερα; Ολοένα και περισσότερο ακούμε για παιδάκια που επαναλαμβάνουν το νηπιαγωγείο ή τον παιδικό σταθμό. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, ειδικότερα όταν λαμβάνουν την υποστήριξη που χρειάζονται. Τα τελευταία χρόνια, με την έναρξη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από το νηπιαγωγείο, η ύλη έγινε πιο δύσκολη και οι προαπαιτούμενες δεξιότητες για το δημοτικό περισσότερες. Οι γονείς, συνήθως με την υποστήριξη και τη συμβουλευτική ειδικών, αποφασίζουν ολοένα και πιο συχνά να κρατήσουν τα παιδιά τους στο νηπιαγωγείο για να προετοιμαστούν καλύτερα και να δουλέψουν περισσότερο τις δυσκολίες τους, παρά να τα στείλουν με ελλείμματα στο δημοτικό, κινδυνεύοντας να τους δημιουργήσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, απογοήτευση ή ακόμα και επιθετική συμπεριφορά λόγω αποτυχίας.
Ποιος είναι αυτός που θα μπορέσει να προβλέψει με σιγουριά και να αποφασίσει για το σχολικό μέλλον του παιδιού;
Τις περισσότερες φορές, οι γονείς που μπαίνουν σε αυτό το δίλημμα είναι γονείς παιδιών που έχουν ήδη εμφανίσει κάποια δυσκολία νωρίτερα, είτε στο λόγο τους (άρθρωση, λεξιλόγιο, κατανόηση), είτε σε άλλους τομείς (συγκέντρωση, προσοχή, κίνηση, συμπεριφορά). Από τη στιγμή που αυτά τα παιδιά παρακολουθούνται από ειδικούς (αναπτυξιολόγο, λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, κλπ.), η πρόοδός τους αξιολογείται συχνά και με την πολύτιμη βοήθεια του δασκάλου τους, οι γονείς καταλήγουν στη τελική τους απόφαση. Όταν κάποιο παιδάκι δεν έχει εμφανίσει κάποια δυσκολία πριν από το νηπιαγωγείο, τότε οι παρατηρήσεις του δασκάλου και η παραπομπή σε κάποιον ειδικό είναι πολύτιμη.
Υπάρχει ένα σταθμισμένο τεστ σχολικής ετοιμότητας γνωστό με το όνομα «Α’ τεστ», το οποίο χορηγείται δωρεάν από τις δημόσιες μονάδες αξιολόγησης παίδων, με προκαθορισμένο ραντεβού. Πρόκειται για μια απλή δοκιμασία γραφοκινητικών δεξιοτήτων και οπτικής διάκρισης, με ένα μικρό κομμάτι παρατήρησης του λόγου. Αντίστοιχες μεθόδους μπορεί να χρησιμοποιήσει και ο λογοθεραπευτής ή εργοθεραπευτής του παιδιού χωρίς να χρειάζεται οι γονείς να πληρώσουν τη διαδικασία αυτή ως μια ειδική αξιολογητική μέθοδο. Άλλωστε έχει παρατηρηθεί πως η άποψη του θεραπευτή που παρακολουθεί το παιδί, πολλές φορές και του δασκάλου της τάξης, ταυτίζεται τελικά με το αποτέλεσμα του Ά τεστ.
Τέλος, δε θα πρέπει να ξεχνάμε τον ψυχολογικό παράγοντα των γονέων. Όταν οι γονείς νιώθουν ασφαλείς και σίγουροι για την απόφασή τους, τότε το παιδί υποστηρίζεται απόλυτα συνειδητά και ασυνείδητα και θα μπορεί και το ίδιο να ξεπεράσει είτε την απογοήτευση της επανάληψης της τάξης, είτε τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει αν είναι λίγο πιο πίσω σε σχέση με τους συμμαθητές του. Δε χρειάζεται να κατηγορούμε ούτε τα παιδιά μας, ούτε τους δασκάλους, ούτε τους ίδιους μας τους εαυτούς αφού το ερώτημα μπορεί να αντιστραφεί:
«Είναι το σχολείο έτοιμο για το παιδί μου;»
Η Φανή Βαγγελάτου είναι Λογοθεραπεύτρια. Μπορείτε να τη βρείτε στο http://www.logotherapeia.com.gr ή μέσω facebook στο http://www.facebook.com/oplanitistisfanis