Δε θα ήταν υπέροχα αν δεν είχε κανείς μας λόγο να κλάψει; Τουλάχιστον από λύπη! Στην πραγματικότητα, όμως, είναι αναπόφευκτες οι καταστάσεις που φέρνουν δάκρυα στα μάτια μας. Εμείς τα αντιμετωπίζουμε ως ένδειξη αδυναμίας. Τι ισχύει, όμως, στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τους επιστήμονες ψυχολογίας, αλλά και ιατρικής;
Κατ’ αρχήν έχει ενδιαφέρον να γνωρίσουμε το πείραμα που έκανε το 1970 ο Dr. William Frey, καθηγητής φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο της Minnesota. Ο dr. Frey ανέλυσε τη χημική σύσταση των ανακλαστικών δακρύων (λόγου χάρη, εκείνων που κυλούν όταν μπει σκόνη στο μάτι μας) για να τη συγκρίνει με τη σύσταση των δακρύων που κυλούν έπειτα από συναισθηματική φόρτιση.
Στην περίπτωση του ανακλαστικού κλάματος, τα δάκρυα λειτουργούν αμυντικά, προστατεύουν το μάτι και το ενυδατώνουν. Στην περίπτωση της συναισθηματικής αντίδρασης, όμως, ο dr. Frey συμπέρανε πως τα δάκρυα αυτά “καθαρίζουν” το σώμα από ορμόνες που προκαλούν άγχος κι ανησυχία. Για την ακρίβεια, το σώμα μέσω των δακρύων αποβάλλει σημαντικές ποσότητες της ορμόνης ACTH που, σε υψηλά επίπεδα, έχει σαν συνέπεια την αύξηση της “κακιάς” και στρεσογόνου κορτιζόλης. Αν παρατηρήσουμε, μετά από κάθε κλάμα νιώθουμε πιο ήρεμοι και διαλλακτικοί.
Ακόμη, τα δάκρυα περιέχουν ένζυμα με ισχυρή αντιβακτηριακή δράση που μπορούν να εξολοθρεύσουν μέσα σε δέκα λεπτά το 95% των βακτηρίων που έρχονται σε επαφή με τα μάτια μας. Τα δάκρυα έχουν επίσης αναλγητική δράση, καθώς έτσι απελευθερώνονται ενδορφίνες, οι οποίες συμβάλλουν στην ανακούφιση του σωματικού πόνου, βελτιώνοντας έτσι τη διάθεσή μας.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, σημαντικό ρόλο παίζει και το σώμα μας. Συγκεκριμένα, οι κινήσεις του σώματος ενώ κλαίμε. Οι “σπασμοί”, ο ρυθμός με τον οποίο κινούμαστε και οι ήχοι που κάνουμε είναι η αντίδραση του σώματός μας προκειμένου να ηρεμήσουμε. Οι ειδικοί μάλιστα, υποστηρίζουν πως αυτό είναι κάτι που έχει καταγραφεί μέσα μας από τη βρεφική ακόμη ηλικία μας. Αρκεί να παρατηρήσουμε τον τρόπο που ηρεμεί μία μητέρα το παιδί της: το κουνάει απαλά ενώ το κρατά αγκαλιά, ψιθυρίζει. Γενικότερα το επαναληπτικό μοτίβο κινήσεων κι ήχων είναι κάτι που έχει χαρτογραφηθεί στο σώμα μας ως αντίδραση στο κλάμα. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε πως είναι πιο πιθανό να προσφέρουμε φυσική επαφή σε κάποιον που κλαίει. Μία αγκαλιά ή ακόμη και το κράτημα του χεριού μπορούν να καταπραΰνουν από το άγχος και να φέρουν την ηρεμία.
Όσο για τα συναισθηματικά οφέλη;
Το κλάμα είναι αδιαμφισβήτητα ένας τρόπος να ξεσπάσουμε. Ταυτόχρονα, όμως, έτσι διευκολύνεται η μετάβαση από την κατάσταση που μας έφερε τα δάκρυα σε κάτι νέο και (κατά πάσα πιθανότητα) καλύτερο. Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν πως όποιος αφήνει ελεύθερο τον εαυτό του να κλάψει “αναρρώνει” ταχύτερα και προσαρμόζεται πιο εύκολα στα νέα δεδομένα. Σε αντίθετη περίπτωση, παρατείνονται η ανησυχία ή/και κάποιο είδος επιφυλακής ή επιθετικότητας.
Το πιο σημαντικό όμως…
… είναι να μην κρύβουμε τα συναισθήματά μας, ακόμη κι αυτά που μας φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε όχι μόνο για εμάς, αλλά και τους δικούς μας ανθρώπους, είναι να τα αφήνουμε να κυλούν ελεύθερα όταν το νιώθουμε για να είμαστε ήρεμοι και υγιείς, σωματικά και ψυχικά!