Μπορεί η Bruges, ίσως η πιο ατμοσφαιρική πόλη του Βελγίου, να φαντάζει μία πόλη που ταξιδεύει το νου για τον ταξιδιώτη, όμως για το γάλλο συμβολιστή Ζορζ Ρόντενμπακ η Μπριζ αποδείχθηκε μια πόλη που θύμιζε στον ήρωα τη μοναξιά, το θάνατο, τον αποχωρισμό από το πιο αγαπημένο του πρόσωπο. Έναν αποχωρισμό που είχε δύο όψεις, αλλά που και οι δύο κατέληγαν σε μία: στο μεγάλο του έρωτα για τη γυναίκα του.
Ο συγγραφέας Ζορζ Ρόντενμπακ πλέκει μία ιστορία βασισμένη σε σύμβολα, σε φετίχ και σε ανθρώπινα συναισθήματα που διαλύονται μέσα στη συγκίνηση, με αριστοτεχνικές εναλλαγές από το υπαρκτό και το φυσικό στο ιδεατό και το φανταστικό.
Ο ήρωας κυριευμένος από την ομορφιά μιας «ζωντανής νεκρής» αποσπά από αυτήν μία πλεξίδα, που έμελλε να γίνει φονικό όπλο στα χέρια του ενάντια σε αυτήν που ο ίδιος ταύτισε με τον μεγαλύτερό του έρωτα. Όλα φθείρονται από το χρόνο, εκτός από αυτήν.
«Και μέσα στη σιωπή ακούστηκε ένας θόρυβος από τις καμπάνες, που ξανάρχιζαν να ηχούν όλες μαζί ταυτόχρονα για την επιστροφή της λιτανείας στο παρεκκλήσι του Αγίου Αίματος. Όλα είχαν τελειώσει, η όμορφη λιτανεία του πρωινού… με τις ψαλμωδίες, Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Η πόλη θα ξανάρχιζε να είναι μόνη. Και ο Ούγκο επαναλάμβανε συνεχώς: «Νεκρή… νεκρή – Μπριζ η Νεκρή…» με ένα ύφος μηχανικό, με μια μακρόσυρτη φωνή, προσπαθώντας να εναρμονιστεί, «νεκρή… νεκρή – Μπριζ η Νεκρή…», στο ρυθμό των τελευταίων κουρασμένων, αργών καμπαναριών, σαν τις μικρές εξασθενημένες γριές, που είχαν τη συνήθεια να σκύβουν πάνω από την πόλη, πάνω από έναν τάφο και να αφαιρούν άτονα τα φύλλα των σιδερένιων λουλουδιών!»