Θεαματικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη καταγράφηκαν σε νέα μελέτη, η οποία εξέταζε μία ήδη διαθέσιμη μέθοδο καταστροφής του όγκου στον ανδρικό αδένα με την βοήθεια υπερήχων.
Εναν χρόνο μετά την επέμβαση με ειδικής συχνότητας υπερήχους, το 95% των συμμετεχόντων θεραπεύτηκε και παράλληλα μειώθηκαν κατά 50% οι ανεπιθύμητες ενέργειες, περιλαμβανομένων των προβλημάτων στη στύση και στην ούρηση.
Το αντίστοιχο ποσοστό θεραπείας με τις συμβατικές μεθόδους φθάνει στο 50%.
Οι πρώτες κλινικές μελέτες με τον Υψηλής Εντασης Εστιασμένο Υπέρηχο (HIFU), όπως ονομάζεται, έγιναν το 1996 και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η μέθοδος έπρεπε να εξελιχθεί «ως προς την ακριβή εντόπιση της δέσμης των υπερήχων στην περιοχή-στόχο».
Δηλαδή να στοχεύει ακριβώς στο καρκινικό κύτταρο και όχι σε περιοχή όπου βρίσκονταν υγιή και καρκινικά κύτταρα. Μάλιστα, σε κάποια νοσοκομεία της Βρετανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας τη χρησιμοποιούσαν όταν έπρεπε να καυτηριάσουν μεγάλα τμήματα του προστάτη που είχαν προσβληθεί από καρκίνο.
Καρκινικά κύτταρα
Οι μελέτες που ακολούθησαν έδειξαν ότι ο HIFU παρουσιάζει σημαντικές επιπλοκές και υψηλό ποσοστό αποτυχίας ίασης. Ετσι, ορισμένοι κορυφαίοι ουρολόγοι διέκοψαν τη χρήση του HIFU εν αναμονή ενδείξεων για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητά του.
Οι βρετανοί ερευνητές έκαναν την πρώτη κλινική δοκιμή της μεθόδου στοχεύοντας μόνο τα καρκινικά κύτταρα. Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Lancet Oncology», οι ειδικοί τοποθετούν κοντά στον προστάτη τον καθετήρα που εκπέμπει τους ειδικούς υπερήχους, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα να αυξάνουν τη θερμοκρασία των καρκινικών κυττάρων στους 80 βαθμούς Κελσίου.
Επιπλέον, επειδή στοχεύει σε πολύ μικρές περιοχές, προκαλεί ελάχιστη βλάβη στους περιβάλλοντες ιστούς, δηλαδή τους μυς και τα νεύρα. Αυτός είναι και ο λόγος που μειώνονται σημαντικά οι ανεπιθύμητες ενέργειες, δηλαδή η ακράτεια ούρων και η στυτική δυσλειτουργία.
Εξάλλου, η μέθοδος είναι οικονομικότερη από τις υπάρχουσες και θα μπορούσε να εξοικονομήσει χρήματα για τους ασθενείς και το Σύστημα Υγείας. Διαρκεί από μία έως τρεις ώρες και γίνεται με μερική ή ολική αναισθησία.
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ