Ίσως δεν έπρεπε να το κάνει. Αν δεν το έκανε, ίσως δεν τρόμαζε τόσο. Από την άλλη, ίσως χρειαζόταν αυτό το σοκ.
Ήταν μία κίνηση που λίγο πολύ όλοι κάνουμε τουλάχιστον μία φορά τη μέρα. Μία κίνηση μηχανική, που για αυτήν ήταν εκείνη τη στιγμή αυτό που την ταρακούνησε.
Απλά κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη για να ελέγξει το μακιγιάζ της. Μόνο που, ενώ τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά παρέμεναν ίδια και γνώριμα, αυτή που κοιτούσε απέναντί της στο γυαλί… δεν ήταν αυτή. Αυτή που την κοιτούσε από τον καθρέφτη της έμοιαζε εκπληκτικά, είναι αλήθεια. Μόνο που δεν την ήξερε. Κάτι στα μάτια της ήταν διαφορετικό. Λες κι ήταν άδεια. Άδεια από ψυχή, άδεια από συναίσθημα, μόνο μία σπίθα ειρωνείας και κριτικής. Ήταν μία Άλλη.
Με τον ήχο να βγαίνει με το ζόρι από τα χείλη της ψέλλισε «Ποια είσαι εσύ;». Κοιτούσε με αγωνία, αλλά η νεαρή γυναίκα απέναντί της απλά την εμβόλιζε μ’ ένα βλέμμα απάθειας. Έμοιαζε να το διασκεδάζει κιόλας.
Θυμωμένη απλά γύρισε την πλάτη της, αποφασίζοντας να αγνοήσει την Άλλη. «Η κούραση θα φταίει», σκέφτηκε. Μόνο που ώρες αργότερα, στο σπίτι της, σ’ έναν άλλον καθρέφτη, η Άλλη επανήλθε. Αυτή τη φορά το βλέμμα της την πυροβολούσε. «Ποια είσαι; Γιατί με κυνηγάς;», τη ρώτησε με απόγνωση. Η ίδια σιωπή, μία σιωπή που της τρυπούσε τα σωθικά. Άρχισε να κλαίει, βουβά, μην τολμώντας να κοιτάξει εκείνο το καταραμένο κομμάτι γυαλί. Έκλαιγε ακόμη όταν άκουσε την Άλλη να της μιλάει. «Αν δεν ξέρεις εσύ η ίδια ποια είσαι, πώς περιμένεις να σου πει κάποιος άλλος; Ακόμη κι αν αυτός ο άλλος είναι το ίδιο σου το είδωλο.»
Σήκωσε τα πρησμένα μάτια της και κοίταξε τρομαγμένη την Άλλη. Οι λέξεις αυτές την έκαναν να τρέμει. Η Άλλη είχε διαβάσει τις πιο μύχιες σκέψεις της. Σκέψεις που τη βασάνιζαν αυτόν τον καιρό. Όλον αυτόν τον καιρό ένιωθε πως δεν την ξέρει κανείς, πως δεν την αναγνωρίζει πια κανείς. Κι έτσι κατήντησε να μην αναγνωρίζει πια ούτε τον ίδιο της τον εαυτό. Όλον αυτόν τον καιρό ένιωθε σα μία παιδική κούκλα που απλά περπατούσε και κινούνταν και μέχρι εκεί.
Την έβλεπε να συνεχίζει να χαμογελά ειρωνικά. Και τη σκότωνε κι η παραμικρή πιθανότητα η Άλλη να είχε δίκιο, και πως, ακόμη κι αν απομακρυνόταν από τον καθρέφτη, ο κόσμος θα έβλεπε την Άλλη. Γύρισε την πλάτη σκύβοντας υποτακτικά το κεφάλι και στο κρεβάτι απλά έκλεισε τα μάτια, αφήνοντας το Μορφέα να τη βυθίσει, με την ελπίδα πως αυτό θα τη γλύτωνε.
Το επόμενο πρωί που ξύπνησε σκεφτόταν πως, ενώ δε θυμόταν να βλέπει γενικότερα όνειρα, το χθεσινοβραδινό ήταν τόσο έντονο που το θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια. «Παιχνίδια του μυαλού», σκέφτηκε.
Σίγουρα, όμως, δε φανταζόταν πως η Άλλη θα την περίμενε και πάλι εκεί, στο πλαισιωμένο γυαλί, μ’ ένα βλέμμα υπεροψίας κι ένα χαιρέκακο χαμόγελο, λες και της έλεγε «καλά θα κάνεις να με συνηθίσεις, γλυκιά μου». Όχι, λοιπόν, δεν ήταν όνειρο. Η Άλλη ήταν εκεί, και θα ήταν σε κάθε καθρέφτη, σε κάθε επιφάνεια όπου πριν έβλεπε την αντανάκλασή της, κι ίσως και πέρα από αυτές. Μέχρι πότε, όμως; Δε μπορούσε να το ξέρει κι αυτό ήταν που έκανε ακόμη πιο βασανιστική την ιδέα αυτής της αναγκαστικής συνύπαρξης.
Οι μέρες περνούσαν κι είχε φτάσει πια στο σημείο να μη θέλει να κοιτάει πουθενά την αντανάκλασή της, πόσο μάλλον να κυκλοφορήσει έξω. Φοβόταν τι θα έβλεπε ο κόσμος. Η Άλλη παραμόνευε, πάντα υπομονετικά. Κι ήταν πάντα σ’ εγρήγορση για να πετάξει το χολωμένο της βλέμμα.
Ένα πρωί σκέφτηκε πως το πράγμα παραπήγε. Τα χέρια της έσφιξαν ανεξέλεγκτα σε γροθιές, ενώ προσπαθούσε να συγκρατηθεί και να βάλει σε μία σειρά τις σκέψεις της. Δεν είναι δυνατόν, είπε μεγαλόφωνα. Δε μπορούσε να την αφήσει να την κοροϊδεύει και να τη στοιχειώνει. Πολύ απλά γιατί όσα έλεγε η Άλλη δεν ήταν αλήθεια.
Μάζεψε όσο αέρα χωρούσαν τα πνευμόνια της και κοίταξε κατάματα την Άλλη. «Ως εδώ. Όσο διασκέδασες διασκέδασες. Ποια είσαι εσύ που θα μου πεις ποια και τι είμαι; Ναι, ένιωσα χαμένη, είναι αλήθεια. Μόνο που όσο εσύ περίμενες στο πλαίσιό σου για να μου πετάξεις τη λάσπη σου, συνειδητοποίησα πως εσύ κι εγώ δεν έχουμε καμία σχέση. Το κάδρο πλέον δε σε χωράει.»
Το χαμόγελο σβήστηκε από τα χείλη της Άλλης και σε μια στιγμή έγινε μικρά μικρά κομμάτια. Το πλαίσιο του καθρέφτη ξεγυμνώθηκε. Και στα πόδια της τα σπασμένα γυαλιά παρέμεναν κενά. Τα κοίταζε από ψηλά και χαμογέλασε. Γιατί ήξερε πως, όσο θα τα ξανακολλούσε, αναθαρρημένη πια, θα έβλεπε ξανά τον παλιό της εαυτό. Εκείνον με τη σπίθα στο βλέμμα, εκείνον που ήξερε και που, με τα καλά του και τα στραβά του, είχε αγαπήσει…