“Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια”.
Αυτή είναι η συμβουλή του δικηγόρου Άττικους Φιντς στα παιδιά του, καθώς ο ίδιος αποφασίζει να υπερασπιστεί στο δικαστήριο το πραγματικό “κοτσύφι” αυτής της υπέροχης ιστορίας, έναν νεαρό μαύρο…
Μέσα από τα παιδικά μάτια της Σκάουτ και του Τζεμ Φιντς, η Χάρπερ Λη εξερευνά με αναντίρρητη εντιμότητα και αστείρευτο χιούμορ τον παραλογισμό της στάσης των ενηλίκων απέναντι στις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις στον Αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του ’30.
Τα φαινομενικά γαλήνιο και ειρηνικό Μέικομπ της Αλαμπάμα είναι στην πραγματικότητα βουτηγμένο στην προκατάληψη, τη βία και την υποκρισία. Αλλά τη ναρκωμένη συνείδηση της πόλης θα συνταράξει το σθένος ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για δικαιοσύνη…
Ένα από τα πιο αγαπημένα μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ, το “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αξιολογότερα κλασικά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Έχει κερδίσει πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων και το Βραβείο Πούλιτζερ, μεταφράστηκε σε πάνω από σαράντα γλώσσες και μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο, το 1962, από τον Ρόμπερτ Μάλιγκαν, σε μια “κλασική” ταινία με πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ.
Ένα βιβλίο σταθμός της Αμερικάνικης και όχι μόνο λογοτεχνίας. Το πρώτο βιβλίο της Harper Lee, το οποίο εκδόθηκε το 1960 και αγαπήθηκε όσο λίγα, καθώς καταπιάνεται με ένα από το πιο φλεγόμενα ζητήματα που μας απασχολούν ακόμα και σήμερα, το ρατσισμό. Όλη την ιστορία τη βλέπουμε να εκτυλίσσεται μέσα από τα μάτια της μικρής Σκάουτ, στο φαινομενικά φιλήσυχο Μέικομπ της Αλαμπάμα. Όταν ο πατέρας της, Άττικους, ως δικηγόρος, καλείται να υπερασπιστεί ένα νεαρό μαύρο κανένας δεν μπορεί να φανταστεί τι θα ακολουθήσει. Γραφή απλή και ανάλαφρη, παρ’ όλο ότι ασχολείται με ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα, δίνει αρκετή τροφή για σκέψη σε μια περίοδο συνεχούς ανόδου του φασισμού και της ξενοφοβίας γενικότερα παγκοσμίως.