Η αλήθεια είναι πως η Μαρία Ναυπλιώτου δεν χρειαζόταν τη συγκεκριμένη παράσταση για να αποδείξει πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι, εδώ όμως έχει όλο το πεδίο δικό της για να το επιβεβαιώσει. Αν και το έργο του Αμερικανού συγγραφέα δεν είναι μονόλογος, βασίζεται εξολοκλήρου στην πρωταγωνίστριά του, δηλαδή στην ηθοποιό που καλείται να ερμηνεύσει τη Μαρία Κάλλας. Ο ΜακΝάλι, ξεκινώντας από ένα πραγματικό γεγονός, τη σειρά μαθημάτων που παρέδωσε η σπουδαία σοπράνο σε σπουδαστές λυρικού θεάτρου στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ανασύνθεσε για τη σκηνή ένα από αυτά τα μαθήματα, χρησιμοποιώντας το στην ουσία ως αφορμή για να επικεντρωθεί στην ηρωίδα, την επαγγελματία και τη γυναίκα Κάλλας. Έτσι η παρουσία της πρωταγωνίστριας είναι που δίνει τον τόνο και ορίζει το αποτέλεσμα.
Όσον αφορά λοιπόν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, η Μαρία Ναυπλιώτου έρχεται να ενσαρκώσει όλες τις κλισέ εκφράσεις που ακολουθούν μια σπουδαία ερμηνεία: «υποκριτικός άθλος», «ερμηνεία-σταθμός», «τέρας υποκριτικής» κ.ο.κ. Δίνεται ολόψυχα, με παράφορο αλλά αξιοσημείωτα ελεγχόμενο πάθος, συγκλονιστική συναισθηματική γκάμα και με μια ερμηνεία βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα της, σε αυτήν τη γυναίκα, που παρουσιάζεται μαζί νάρκισσος και ανασφαλής, κλονισμένη γυναίκα κι επηρμένη ντίβα, θηριώδης καλλιτέχνις κι ευάλωτη προσωπικότητα.
Τα άλλα πρόσωπα του έργου, ο πιανίστας και οι τρεις σπουδαστές που έρχονται για ακρόαση, λειτουργούν περισσότερο ως εργαλεία για να προωθηθεί η δράση, για να προκύψει ο χείμαρρος από τις εξομολογήσεις, τις οδηγίες, τις νουθεσίες και τις αναμνήσεις που κατακλύζουν τη σκηνή. Το δόσιμο στην τέχνη της όπερας, ο συνεχής αγώνας και ο σκληρός ανταγωνισμός, το άγχος να κερδηθεί η εύνοια του κοινού, το ένθερμο πάθος σε αντιπαραβολή με την επιπόλαιη αντιμετώπιση των νέων τραγουδιστών εναλλάσσονται με τα επώδυνα προσωπικά βιώματα της ηρωίδας, που κορυφώνονται στις σπαρακτικές αναφορές στον Αριστοτέλη Ωνάση και τον αδικαίωτο έρωτα που έζησε μαζί του.
Η σκηνοθεσία δίνει χώρο και δημιουργεί τις συνθήκες γι’ αυτήν τη σπουδαία ερμηνεία, ενώ αντιμετωπίζει έξυπνα και τη μουσική, καθώς δεν προχωράει σε υπέρμετρη χρήση της, αλλά την κρατάει για τα σημεία εκείνα που τροφοδοτούν και συνοδεύουν τα πιο συγκλονιστικά από τα φλας μπακ στα οποία ανατρέχει η ηρωίδα. Σε δεύτερο επίπεδο, είναι επαινετή η επιθυμία του Παπασπηλιόπουλου να μην αφήσει τους υπόλοιπους ρόλους στο ημίφως και να διαρρήξει το «βαρύ» κλίμα της παράστασης με κωμικούς τόνους.
Δίπλα όμως στις ωραίες, ευαίσθητες παρουσίες των Πέτρου Μπούρα (πιανίστας) και Νικόλα Μαραζιώτη (τενόρος) ξενίζει η φαρσική, σχεδόν γκροτέσκα αντιμετώπιση των δύο σπουδαστριών, ειδικά της δεύτερης (Βάσια Ζαχαροπούλου, Λητώ Μεσσήνη), ενώ και το «αβαντάζ» που δίνεται στον μικρό ρόλο του βοηθού σκηνής (Βαγγέλης Δαούσης), αν και ξεκινάει ωραία, ξεφεύγει κάπως από το μέτρο. Διακριτικότατη η παρουσία του σκηνικού (Όλγα Μπρούμα) και των φωτισμών (Νίκος Βλασόπουλος), υποχωρούν στο εκτόπισμα της ηθοποιού, η οποία λάμπει στο κοστούμι του Βασίλη Ζούλια.
ΜΙΚΡΟ ΧΟΡΝ: Αμερικής 10, Κολωνάκι,Τηλ. 211.800.51.41
Διάρκεια: 120΄