Αγαπημένη ηθοποιός, ένα από τα μεγαλύτερα fashion icons – ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’70 – κι αντικείμενο του πόθου για πολλούς άντρες την εποχή εκείνη. Κυρίες και κύριοι, σήμερα ευχόμαστε «Χρόνια Πολλά» στη Faye Dunaway!
Η Dorothy Faye Dunaway γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1941 στο Bascom της Florida κι ως κόρη αξιωματικού του αμερικανικού στρατού πέρασε την παιδική της ηλικία ταξιδεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη. Έχοντας κάνει μαθήματα κλακέτας, χορού, τραγουδιού και πιάνου, η Faye Dunaway φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Florida, ενώ το πτυχίο δραματικών τεχνών το πήρε από το Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Λίγο πριν την αποφοίτησή της το 1962 ήδη είχε ρόλο αντικαταστάτριας στην παράσταση του Broadway «A Man For All Seasons» του Robert Bolt, ενώ έπαιξε και στο «After The Fall» του Arthur Miller και το «Hogan’s Goat» (1963) του καθηγητή του Harvard William Alfred, ο οποίος κι έμελλε να γίνει ο μέντοράς της.
Το 1967 κι έπειτα από δύο εμφανίσεις στην τηλεόραση η Dunaway συμπρωταγωνιστεί με τον Anthony Quinn στο «The Happening», ενώ ακολουθεί το δράμα «Hurry Sundown» έχοντας δεύτερο ρόλο στο πλευρό των Michael Cane και Jane Fonda. Η ταινία της χαρίζει την πρώτη της υποψηφιότητα για τη Χρυσή Σφαίρα για την Καλύτερη Πρωτοεμφανιζόμενη της Χρονιάς και σηματοδοτεί την αρχή μίας λαμπρής εξέλιξης.
Κι όχι άδικα, μια που αμέσως μετά ακολουθεί το κλασσικό πια «Bonnie and Clyde» στο πλευρό του Warren Beatty, με τη ηθοποιό να ερμηνεύει έναν ρόλο για τον οποίο προτάθηκαν ηθοποιοί όπως η Jane Fonda κι η Natalie Wood. Η ταινία γίνεται επιτυχία και βάζει τη Faye Dunaway ακόμη και στην κούρσα για το Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου. Κι αν κι εκείνη τη χρονιά το βραβείο πήρε η Katharine Hepburn για το «Guess Who’s Coming For Dinner», η Dunaway κέρδισε το βρετανικό «Oscar» (aka βραβείο BAFTA), αναδεικνύοντάς την όχι μόνο ως πολλά υποσχόμενη ηθοποιό, αλλά και «χρυσορυχείο».
Έπειτα από μία πραγματικά επιτυχημένη χρονιά, δεν αργεί ο επόμενος ρόλος – ορόσημο της καριέρας της. Ο λόγος για τον πρώτο ρόλο στο «The Thomas Crown Affair» με συμπρωταγωνιστή το Steve McQueen. Η “Vicki Anderson” ενθουσιάζει κοινό και κριτικούς, ενώ ακόμη πολλοί έχουν να λένε και για τη χημεία της με το McQueen η οποία απογείωσε το τελικό αποτέλεσμα, δικαιώνοντας την επιλογή του γόη της εποχής και του σκηνοθέτη Norman Jewison.
Προκαλεί, όμως, έκπληξη το γεγονός πως μετά από ρόλους όπως αυτοί που προαναφέρθηκαν η Faye Dunaway επέλεξε να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες που οι κριτικοί αποκαλούν «box-office bombs». Κι αν και βρέθηκε στο πλευρό θρύλων του κινηματογράφου, όπως το Marcello Mastroianni, τον Kirk Douglas και τη Deborah Kerr, από το 1968 έως το 1974 μετρά μόλις… δύο επιτυχημένες ταινίες: τους «Τρεις Σωματοφύλακες» το 1973 σε σκηνοθεσία του Richard Lester και το – επίσης κλασσικό – «Chinatown» το 1974 σε σκηνοθεσία Roman Polanski. Στο πρώτο η Dunaway υποδύεται τη Λαίδη de Winter ενώ στη δεύτερη ταινία εμφανίζεται ως η μυστηριώδης Evelyn Mulwray που προσλαμβάνει τον ιδιωτικό ντετέκτιβ J.J. Gates (Jack Nicholson) για να παρακολουθήσει το σύζυγό της. Οι δύο αυτές παραγωγές έβγαλαν την καριέρα της Dunaway από τη «χειμερία νάρκη», με το «Chinatown» να τη φέρνει στις υποψηφιότητες για το Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου.
Το Δεκέμβριο του 1974 προβάλλεται η τηλεοπτική μεταφορά του θεατρικού «After The Fall» με τη Dunaway στο ρόλο της Maggie, ενώ ξαναβρίσκεται στα κινηματογραφικά πλατό με τον Steve McQueen για το «The Towering Inferno», όπου υποδυόταν τη φίλη του Paul Newman που παγιδεύτηκε στο φλεγόμενο ουρανοξύστη. Δύο μήνες μετά ακολουθεί το δεύτερο μέρος των «Τριών Σωματοφυλάκων», αλλά και το πολιτικό θρίλερ «Τρεις Μέρες του Κόνδορα» όπου συμπρωταγωνιστεί με τον Robert Redford (*αναστεναγμός*!) με τους δύο τους να προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τη μυστηριώδη δολοφονία των συνεργατών του Redford. Η ερμηνεία της δέχεται τις καλύτερες κριτικές και τη φέρνει στις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα Α’ Γυναικείου Ρόλου.
Το χειμώνα του 1976 πρωταγωνιστεί με τους William Holden, Peter Finch και Robert Duvall στο σατιρικό «Network» του Sidney Lumet. Με τη Dunaway στο ρόλο της άπληστης τηλεοπτικής παραγωγού, η ταινία ξεσκεπάζει την έλλειψη της συνείδησης που διακατέχει μεγάλο μέρος της τηλεόρασης. Η ταινία γίνεται επιτυχία, κερδίζει τέσσερα Oscar, με τη Dunaway να κρατά επιτέλους στα χέρια της το πρώτο της χρυσό αγαλματίδιο της Ακαδημίας για τον Α’ Γυναικείο Ρόλο. Και θα έπαιρνε κι άλλο αν δεν αρνούνταν το ρόλο που της πρότεινε η φίλη της Jane Fonda για τη «Julia» με αποτέλεσμα να κερδίζει τελικά η Vanessa Redgrave το Oscar Β’ Γυναικείου Ρόλου. Έπειτα από μία διετή ανάπαυλα, η Dunaway επιστρέφει το 1978 με το θρίλερ «Eyes Of Laura Mars» ενώ περισσότερη αίσθηση κάνει το «The Champ» του Franco Zeffirelli .
Τη δεκαετία του ’80 και μέχρι και τα μέσα εκείνης του ‘90, η ηθοποιός παρουσιάζει τουλάχιστον μία δουλειά κάθε χρόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει, όμως, πως όλες της χαρίζουν δάφνες επιτυχίας. Η άνοδος μοιάζει να επανέρχεται το 1994 με το «Don Juan De Marco» όπου εμφανίζεται μαζί με τους Johnny Depp και Marlon Brando. Έπειτα από καιρό, η Dunaway γίνεται κομμάτι μίας μεγάλης επιτυχίας.
Τέσσερα χρόνια μετά συμπρωταγωνιστεί με την Angelina Jolie στο «Gia», όπου υποδύεται την ατζέντη του μοντέλου των ‘70s Gia Carangi (Jolie), η οποία βιώνει την άνοδο και την πτώση εξαιτίας του εθισμού της στα ναρκωτικά. Η τηλεταινία χαρίζει στη νεαρή Jolie μία Χρυσή Σφαίρα κι ένα βραβείο Emmy, ενώ η Dunaway κερδίζει την τρίτη της Χρυσή Σφαίρα (προηγήθηκαν εκείνες για το «Network» και τη μίνι σειρά «Ellis Island»).
Την επόμενη χρονιά η Dunaway επιστρέφει σε μία παλιότερη δουλειά της και δεν είναι άλλη από το remake του «The Thomas Crown Affair», αυτή τη φορά υποδυόμενη ένα μικρότερο ρόλο, χωρίς, αυτό, φυσικά να «ενοχλεί» την ίδια τη Dunaway. Το 2000 υποδύεται τη μητέρα της Charlize Theron στο «The Yards» ενώ μέχρι το 2002 και το «The Rules Of Attraction» εμφανίζεται περισσότερο σε τηλεοπτικές παραγωγές. Κι ενώ τη βλέπουμε σε παραγωγές όπως τα τηλεοπτικά «Alias» και «CSI: Crime Scene Investigation» (προσωπικό σχόλιο: για το καλό, του Las Vegas μιλάμε!), το 2008 κι έπειτα από την παρουσίαση της Low-budget ταινίας «Flick» στο Raindance Festival, «κατηγορεί» την κινηματογραφική βιομηχανία για το ρατσισμό απέναντι στις ηθοποιούς της ηλικίας της. Συγκεκριμένα δήλωσε:
«Είμαι εξοργισμένη που νομίζουν πως είμαι πολύ μεγάλη για να παίξω αντικείμενα του πόθου όπως ο Jack Nicholson κι ο Clint Eastwood. Γιατί να υποδύομαι αδελφές και μητέρες όταν την ίδια στιγμή άνθρωποι όπως ο Jack κι ο Clint, που είναι πιο μεγάλοι από μένα, έχουν κινηματογραφικές ερωμένες με τη μισή τους ηλικία;»
Κάπου εκεί η ήταν που έκοψε – τρόπον τινά – τις διπλωματικές σχέσεις με την κινηματογραφική βιομηχανία, αρκούμενη σε μικρότερες παραγωγές, με μόνη εξαίρεση μία εμφάνιση στο «Grey’s Anatomy» το 2009. Η τελευταία της εμφάνιση είναι το 2010 στην τηλεταινία «A Family Thanksgiving». Τον Οκτώβριο του 2016 όμως, το κοινό της Αμερικής θα την ξανασυναντήσει στην ταινία τρόμου «The Bye Bye Man», για την οποία ακόμη η εταιρεία παραγωγής παρουσιάζει με φειδώ τα όποια παραπάνω στοιχεία.
Κανείς δε μπορεί να αρνηθεί πως η Faye Dunaway, παρά τα πάνω και τα κάτω της καριέρας της (τα οποία, κακά τα ψέματα, όλοι τα έχουν ανταμώσει), μας χάρισε αρκετές από τις μεγαλύτερες και πιο αξιόλογες στιγμές του κινηματογράφου. Και θα ήταν ψέμα αν δεν περνούσε από το μυαλό μας πως πολλές θα ήθελαν να μοιάσουν σε αυτήν την επίμονη, δυναμική κι εργατική καλλιτέχνιδα. Όσο για μένα; Ευκαιρία να κάνω μία μικρή… επανάληψη στις ταινίες της!