Μέχρι τώρα όταν μιλούσαμε για “burnout” αναφερόμασταν σε μία γενίκευση της εξάντλησης που νιώθουμε είτε λόγω επαγγελματικού φόρτου είτε για προσωπικούς λόγους. Πλέον, όμως, Στη Διεθνή Ταξινόμηση Ασθενειών του Οργανισμού Παγκόσμιας Υγείας, το επαγγελματικό “burnout” δεν είναι απλά μία διαπίστωση, αλλά ιατρική γνωμάτευση. Μάλιστα, σε αυτήν την ταξινόμηση καταγράφονται τα κριτήρια που μπορούν να οδηγήσουν στη διάγνωση καθώς και τα μέτρα αντιμετώπισης που συστήνονται στους θεράποντες ιατρούς, όπως να αποκλείσουν άγχος ή κυκλοθυμικές διαταραχές προτού καταλήξουν στη συγκεκριμένη διάγνωση.
Τι εννοούμε, όμως, όταν πια μιλάμε για επαγγελματικό burnout;
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Παγκόσμιας Υγείας, πρόκειται για ένα σύνδρομο που έπεται όταν το χρόνιο στρες που σχετίζεται με την επαγγελματική ζωή δεν αντιμετωπίζεται. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως το ίδιο σύνδρομο μπορεί να παρατηρηθεί ακόμη και σε ανέργους, καθώς κι εκείνοι πιθανώς καταβάλλονται από άγχος εξαιτίας της αναζήτησης εργασίας, ειδικά όταν αυτή διαρκεί για μεγάλο διάστημα.
Το επαγγελματικό burnout χαρακτηρίζεται κυρίως από τρία συμπτώματα τα οποία είναι:
-συναισθήματα κόπωσης, ακόμη κι αν δεν υφίστανται λόγοι γι’ αυτά
-αρνητικά και κυνικά συναισθήματα σε ό,τι αφορά τη δουλειά του καθενός
-μειωμένη παραγωγικότητα κι επαγγελματικές επιδόσεις εν γένει
Φυσικά, οι ψυχολόγοι τονίζουν πως η διάγνωση του επαγγελματικού burnout είναι πολύπλοκή, καθώς δεν είναι λίγοι οι παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν burnout, γι’ αυτό και ο Οργανισμός Παγκόσμιος Υγείας τονίζει στους ειδικούς την προσεκτική προσέγγιση κατά τη διάγνωση, οπότε και γίνεται χρήση συγκεκριμένων πνευματικών tests ώστε η διάγνωση να είναι ακριβής.
Η ερώτηση – “φωτιά”: υπάρχει θεραπεία;
Η πρώτη σύσταση είναι ο ασθενής να απομακρυνθεί από την αιτία που του προκαλεί τη διαταραχή άγχους εξαρχής, όμως προφανώς κι αυτό δεν ακούγεται ιδιαίτερα εφικτό, μια που ο πηγή του άγχους είναι ταυτόχρονα κι η πηγή του απαραίτητου για τη διαβίωσή του εισοδήματος. Ωστόσο, ενδείκνυται ένα μικρό διάστημα απομάκρυνσης από την εργασία σε μορφή άδειας, αλλά και να καθορίζονται χρονικά διαστήματα όπου το άτομο δε θα είναι ασχολείται και πάλι με αυτήν, όπως τα σαββατοκύριακα ή τα διαστήματα εκτός ωραρίου. Ακόμη, κρίνεται ιδιαίτερα ωφέλιμη οποιαδήποτε μορφή διαλογισμού – και τονίζω γι’ άλλη μία φορά, υπάρχει η κατάλληλη για τον καθένα.
Αν τίποτα από τα παραπάνω δε φέρει αποτέλεσμα, τότε δεν αποκλείεται να χρειάζεται και μία εις βάθος συζήτηση του ατόμου με τη διοίκηση της επιχείρησης προκειμένου να προσδώσει στο άτομο κίνητρο κι ενδιαφέρον για τη δουλειά του, ενώ επίσης (έστω κι αν ακούγεται ακραίο) το άτομο θα πρέπει να επεξεργαστεί και το ενδεχόμενο αλλαγής εργασιακού περιβάλλοντος.
Σε κάθε περίπτωση, αν υποψιαστούμε πως εμείς ή κάποιος δικός μας άνθρωπος ταλαιπωρούμαστε από άγχος σχετικό με τη δουλειά κι η απομάκρυνση αυτή δεν δίνει λύση, κάθε άλλο παρά ντροπή είναι να αναζητήσουμε τη συμβουλή και τη βοήθεια ενός επαγγελματία.