Πρώτη δημοτικού πήγαινα. Καθόμουνα στο δωμάτιο μου και έγραφα τις ασκήσεις για το σπίτι. Στο μισό-μισό τετράδιο. Στη μισή σελίδα ζωγραφίζαμε κάτι σχετικό με το θέμα του μαθήματος και στο άλλο μισό γράφαμε την ορθογραφία. Με έπιασε μανία με μια λέξη που δεν είχε τη μορφή που ήθελα. Δεν μου άρεσαν τα γράμματά μου. Το χαρτί είχε αρχίσει να φθείρεται από το γράψε-σβήσε. Δε μου περνούσε από το μυαλό να σκίσω τη σελίδα να πάω παρακάτω. Δεν καταλαβαίνω το γιατί. Δεν ήθελα να πάει χαμένη η ζωγραφιά μάλλον. Ήτανε ωραία η ζωγραφιά. Θα έσκιζα όλη τη σελίδα για μια λέξη;
«Όχι μουντζούρες». Αυτό μου έγραψε η δασκάλα μου την επόμενη μέρα. Όχι μουντζούρες; Δεν είχαμε μάθει ακόμα και τους φθόγγους. Με δυσκόλευε το «ντζ» και ντρεπόμουν και να παρουσιάσω το τετράδιο στους γονείς μου και να ρωτήσω. Ένα μισό-μισό γεμάτο «μπράβο» και «πολύ καλά» και θαυμαστικά επιδοκιμασίας είχε «λερωθεί» από μια λέξη που έβλεπα πρώτη φορά γραμμένη αλλά δε μου φαινότανε καλή. Μουντζούρες. Και έκλαιγα και από πάνω και τις θόλωνα.
Ποτέ δεν μου άρεσαν οι μουντζούρες. Και αφότου έμαθα να τις γράφω και να τις διαβάζω. Πάντα είχα άγχος για καθαρά τετράδια και ατσαλάκωτα βιβλία. Αγόραζα μαζί με τη διπλανή μου χρωματιστά στυλό και μαρκαδόρους υπογραμμίσεως, αλλά ποτέ δεν τους χρησιμοποίησα και απορούσε. Το μολύβι, έλεγα σβήνεται, το στυλό θα αφήσει σημάδια. Μα αυτός είναι ο σκοπός. Να υπογραμμιστούν τα σημαντικότερα, μου έλεγε, και γέμιζε τα φύλλα των βιβλίων με γραμμές, κύκλους, βελάκια, όλα χρωματιστά να φωνάζουν να τα προσέξεις.
Μετά τα τετράδια και τα βιβλία αρχίσαμε να μουντζουρωνόμαστε και να τσαλακωνόμαστε οι ίδιες. Εύκολα γίνεται αυτό. Κάποια φλερτ σβηστήκανε αναίμακτα από πάνω μας. Ήταν με μολύβι. Δε χρειαστήκαμε καν γόμα. Έπρεπε σιγά σιγά να χρησιμοποιήσουμε και το στυλό, μπλε, χρωματιστά, να γνωρίσουμε ανθρώπους και να τους αφήσουμε να μας μουντζουρώσουν. Θα αρχίσουν με στυλό μπλε, θα συνεχίσουν με χρωματιστά και όποιος το αντέξει θα δοκιμάσει και τους ανεξίτηλους μαρκαδόρους.
Γνώρισα κάτι όμορφους ανθρώπους τώρα τελευταία, πολύχρωμους. Αυτοί μου συστήθηκαν ως μουντζουρωμένοι, αλλά λάθος. Δοκιμάσανε πολλά χρώματα, καθρεφτίστηκαν με λογής συνδυασμούς και ξέρουν καλά τώρα ποιες αποχρώσεις τους ταιριάζουν. Ένιωσα άχρωμη, βαρετή. Κατηγορήθηκα για την εμμονή μου στα μολύβια και στα μπλε στυλό. Η εμμονή στα σίγουρα. Κι ας υπάρχει και η επιλογή του διορθωτικού. Ακόμα και το σκίσιμο της σελίδας.
Γράψε, σβήσε, ξαναγράψε, ζωγράφισε, υπογράμμισε, χρωμάτισε, μη σε πειράξει που ο μαρκαδόρος θα αφήσει και στην πίσω σελίδα σημάδι. Τετράδια καθαρά είναι τετράδια άδεια.
Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για την Ρούλα Καρακούση, πατήστε εδώ
Σχετικά άρθρα της :
«Η πιο σωστή ώρα είναι τώρα;», από τη Ρούλα Καρακούση
«Χαμένες ματιές» από τη Ρούλα Καρακούση
«Παιδικές χαρές» από τη Ρούλα Καρακούση