Στην αρχή δεν το πίστεψα. Λέω «δε μπορεί, άκουσα λάθος». Για μία ώρα φέρομαι σα να μην έχει συμβεί αυτό που μου ανακοίνωσαν. «Είσαι κουρασμένη κι ακούς παράνοιες», λέω στον εαυτό μου. Μετά από αυτήν την ώρα, μία φωνή στο τηλέφωνο, λίγες σκόρπιες κουβέντες καθώς αυτός που μου μιλάει από την άλλη άκρη της γραμμής δεν ξέρει τι να πει, με συντρίβει. Δεν άκουσα λάθος, μακάρι να άκουγα λάθος.
Έχω στο μυαλό μου πως διανύει την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής της. Δύσκολη, αλλά ευτυχισμένη. Με μία γλυκιά αγωνία να κρατήσει μία ζωούλα στην αγκαλιά της. Αντ’ αυτού, μου λένε πως πρέπει να την αποχαιρετίσω. Πως το φωτεινό, γεμάτο αγάπη χαμόγελο θα είναι μόνο μία ανάμνηση.
Οι ώρες περνούν, οι μέρες περνούν. Εγώ πρέπει να είμαι ήρεμη, χαμογελαστή για το αγοράκι που δε θα ξαναπαίξει μαζί της. Κάποια στιγμή, όμως, τον παίρνει ο ύπνος, εξαντλημένος αλλά τρισευτυχισμένος μέσα στην άγνοια των καταστάσεων. Κι όταν είμαι μόνη κλαίω. Βουβά, μην τον ξυπνήσω, μην τον ταράξω. Αλλά τα δάκρυα δεν ξέρουν από αυτοσυγκράτηση. Κυλούν αδιάκοπα, με την οργή να με κυριεύει. Γύρω μου πρόσωπα που κι αυτά αδυνατούν να χωνέψουν το απροσδόκητο, το άδικο φευγιό της.
Κάποιοι με ρωτούν «τόσο κοντά της ήσουν;». «Όχι», λέω με ντροπή. Όχι, δεν ήμουν τόσο κοντά της. Δε θα υπάρξει μέρα που να μη μετανιώνω γι’ αυτό. Αυτό όμως δε σήμαινε πως έτσι και μου ζητούσε το παραμικρό δε θα έτρεχα. Βλέπεις, όποτε τη συναντούσα, πάντα έλεγα μέσα μου «το 1% της δικής αισιοδοξίας θα ήθελα, τίποτε άλλο». Γιατί εκείνη απέναντί μου ήταν πάντα πρόσχαρη, πάντα με το χαμόγελο, πάντα να γελάσει με τα αστεία μου ή να με καθησυχάσει όταν έβλεπε κάτι να με απασχολεί.
Λίγο καιρό μετά, αρχίζω να αφομοιώνω τη νέα κατάσταση. Αρχίζω να λέω στον εαυτό μου «εφόσον κάθε μέρα σκέφτεσαι εκείνο το εγκάρδιο χαμόγελο, φρόντισε να το δικαιώσεις». Ξυπνάω από τότε με πείσμα να γίνω έστω λίγο καλύτερη. Δε θα πω αν το καταφέρνω, αλλά δε σημαίνει πως θα τα παρατήσω. Γιατί αυτό το χαμόγελο είναι για μένα έμπνευση.
Και ξαφνικά έρχεται – και πάλι – ο κόσμος τούμπα. Βλέπεις, σε κάτι τέτοιες καταστάσεις οι άνθρωποι ή δένονται ακόμη περισσότερο μεταξύ τους ή ξεχωρίζει επιτέλους η ήρα από το σιτάρι. Μόνο που κι όταν γίνεται αυτός ο διαχωρισμός σε πονάει πάλι η απώλεια. Γιατί σκέφτεσαι «Θεέ μου, κάνε να μην τα βλέπει και πονάει από εκεί πάνω». Κι αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατό έπειτα από κάτι τέτοιο να αποδεικνύεται κανείς τόσο μικρός. Κι επιβεβαιώνεσαι πόσο άδικο ήταν αυτό που έγινε, πόσο μάλλον όταν έρχεται μία μέρα μέσα στο χρόνο που θα έπρεπε να είναι μέρα χαράς και κανονικά θα έπρεπε να την πάρεις τηλέφωνο να της ευχηθείς τα καλύτερα. Αντίθετα, σκέφτεσαι «έφυγες άδικα και κάποιους ούτε που τους αγγίζει αυτό».
Είναι φορές που της μιλάω. Όπως κάνει πια και το αγοράκι. Εκείνο της μιλάει σ’ ένα μοναδικό αστέρι που του έδειξε η μητέρα του στον ουρανό. «Τη βλέπεις; Εκεί επάνω είναι», του είπε κρατώντας τον στην αγκαλιά της ενώ τα ματάκια του βούρκωναν.
Εγώ απλά φέρνω το πρόσωπό της στο νου μου και της λέω «τουλάχιστον έχουμε ακόμα τη θέα του φωτεινού σου χαμόγελου να μας συντροφεύει, να μας κάνει να θέλουμε να γίνουμε κάθε μέρα πιο δυνατοί. Οι υπόλοιποι, αφού δε μπορούν να γίνουν ένα με αυτή σου τη λάμψη, ας κάνουν τα λασπόλουτρά τους στο βούρκο του σκοταδιού που είχαν περίτεχνα καλύψει».
Όχι, δεν ήμουν κοντά της. Όχι όσο θα έπρεπε ή θα ήθελα. Τουλάχιστον ελπίζω να μου επιτρέπει να χρησιμοποιώ την ανάμνηση της γλυκιάς της εικόνας ως κίνητρο, ως έμπνευση. Γιατί αλίμονο σε μένα εάν άφηνα αυτό το φως που έβλεπα όσο ήταν εδώ να πάει χαμένο.
Δε σου λέω «αντίο», αρνούμαι να το πω, όπως κι εκείνη τη μέρα. Άλλωστε είσαι δίπλα μας. Όπως είπα και κάποια άλλη στιγμή… «δε σε βλέπω, αλλά ξέρω πως είσαι εδώ».