Διάβαζα χτες το κείμενο του Αλκίνοου Ιωαννίδη και σκεφτόμουνα πόσο δίκιο έχει και πόσο κοντά στη σκέψη κάθε νοήμονα ανθρώπου είναι όλα αυτά που γράφει.Μετά είδα άλλα άρθρα να λένε ότι είμαστε η τρίτη φτωχότερη χώρα της Ευρώπης, εγώ θα μας είχα ακόμα πιο ψηλά. Λίγο αργότερα, ένα άλλο κείμενο έλεγε ότι θα έρθει πάλι η τρόικα, και τι έχουμε να περιμένουμε, δεν μου έκανε καμία εντύπωση, αναρωτήθηκα μόνο αν έχουν βαρεθεί τα πέρα- δώθε. Κάθε μέρα σκέφτομαι ότι θέλω να φύγω από αύτη τη χώρα και κάθε μέρα κάτι έρχεται και μου λέει ότι όπου και να πας τα ίδια είναι και ίσως και χειρότερα. Αλλά το να ζεις σε ένα τόπο που δεν θυμίζει σε τίποτα τον τόπο που μεγάλωσες, είναι κάτι που σε κάνει να νιώθεις ξένος που σε διώχνει και εσύ μένεις με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα σε αποδεχτούν.
Θα μου πεις και τι κάνεις εσύ για να αλλάξεις αυτόν τον τόπο; Τίποτα μάλλον, αλλά και κανένας γύρω μου δεν βλέπω να κάνει κάτι δραστικό και ανατρεπτικό για να αλλάξει την κατάσταση που ζούμε. Έχουμε βολευτεί στην ανασφάλεια του αύριο, στη σαπίλα της κοινωνίας μας και λέμε κάθε μέρα «Βοήθα Παναγιά». Δεν περνάει όμως έτσι η ζωή, δεν γίνεται να ζεις μόνο το σήμερα. Πρέπει να κάνουμε κάτι και για αυτό το ρημάδι το μέλλον αν θέλουμε να το δούμε κάποια στιγμή και να είναι όμορφο ή τουλάχιστον καλύτερο από αυτό που ζούμε στο τώρα.
Ακούω ανθρώπους στην ηλικία των γονιών μου αλλά και μεγαλύτερους να λένε ότι τα χρόνια τα δικά μας ήταν δύσκολα, αλλά εσείς θα ζήσετε ακόμα πιο δύσκολες καταστάσεις. Τότε λέω μέσα μου, πότε είχε εύκολα χρόνια αυτή η χώρα, και αν είχε για ποιους ήταν; Γιατί για όσους ξέρω εγώ μια ζωή δύσκολα και μέτρια ήταν, κανένας δεν καλοπέρναγε , ιδιαίτερα και τώρα, είναι αυτοί οι άνθρωποι που δούλευαν σε όλοι τους τη ζωή ,φτάνουν να μην έχουν να πάρουν φάρμακα ή να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά γιατί τους τα πήραν ήδη πίσω με πολλούς διαφορετικούς τρόπους για να σώσουν την χώρα. Ποιά χώρα; Αυτή που σκότωσαν πολύ πριν σκεφτούν να πουν στο λαό της ότι θέλει σωτήρια. Να την σώσουν από τι ακριβώς; Μεγάλη κουβέντα και που να βρεις και άκρη.
Να δουλεύεις όλη σου τη ζωή και όταν έρχεται η στιγμή να πάρεις τη σύνταξη σου να σου την παίρνουν και αυτή και να σου ζητάνε να πληρώσεις και αλλά από πάνω, και όταν δεν έχεις πια, να σε απειλούν, ότι θα σου πάρουν το σπίτι ή ότι θα πας φυλακή. Σε μία χώρα που γέννησε τη δημοκρατία , να ατιμάζεις την λέξη, και ο κάθε πολιτικός της να στο παίζει διανοούμενος έχοντας το θράσος να αναφέρεται στους ποιητές της και στους φιλόσοφους της. Αγαπητοί μου, δεν θέλω να ξέρω την αντίδραση όλων των ποιητών και των φιλοσόφων αν ήταν απέναντι σας και έβλεπαν τα έργα σας! Για το πώς καταφέρατε να κάνετε έναν λαό με ζητιάνους, απελπισμένους και ανθρώπους που σκέφτονται ακόμα και την αυτοκτονία -ως μέσο διαφυγής – που δεν έχει μέλλον και αν κάπου στο βάθος αυτό υπάρχει, έχει εδώ και καιρό πάψει να το βλέπει.
Αλλά δεν φταίτε μονάχα εσείς, φταίει και αυτός ο λαός που σας ψηφίζει και που σας αφήνει να κυβερνάτε … είναι ο λαός που τον βλέπεις καθημερινά να βρίζει και να φωνάζει στις δημόσιες υπηρεσίες. Είναι οι αγενείς και αμόρφωτες κύριες που βολευτήκαν σε θέσεις του δημοσίου, είναι ο υπάλληλος με την τυρόπιτα στο χέρι που επειδή του έκοψες την μπουκιά είναι έτοιμος να κατασπαράξει εσένα. Είναι γενικό το κακό και πολύ μεγάλο το λάθος, η αρρώστια μπορεί να ξεκινά από ψηλά, αλλά φτάνει βαθιά μέχρι τις ρίζες, το έχει καταστρέψει το δέντρο.
Αν παίρνει από γιατρειά δεν έχω ιδέα, αλλά αν δεν προσπαθήσουμε μαζικά και με όλη μας τη δύναμη να το σώσουμε δεν θα μάθουμε πότε.