Η ικανότητα ενός ανθρώπου να κινεί το σώμα του συντονισμένα μ’ ένα μουσικό ρυθμό, συνδέεται -και μάλιστα στενά- με την απόκτηση καλύτερων γλωσσικών ικανοτήτων, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη δείχνει ότι η μουσική εκπαίδευση από την παιδική ηλικία μπορει να έχει θετική επίδραση και σε άλλα πεδία, όπως η γλώσσα. Όπως τονίζουν οι επιστήμονες, ο ρυθμός αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της γλώσσας, άρα όσο πιο σωστά ανταποκρίνεται κανείς στον ρυθμό, τόσο βελτιώνει και τη γλωσσική δεξιότητά του.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Νίνα Κράους του Εργαστηρίου Ακουστικής Νευροεπιστήμης του πανεπιστημίου Northwestern του Ιλινόις, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό νευροεπιστήμης “Journal of Neuroscience”, σύμφωνα με το BBC, έκαναν ρυθμικά τεστ με πάνω από 100 εφήβους και διαπίστωσαν ότι όσοι «έπιαναν» καλύτερα το ρυθμό, ήσαν επίσης αυτοί που ο εγκέφαλός τους έδειχνε ανώτερες νευρωνικές αντιδράσεις στους ήχους της γλώσσας.
Οι νέοι κλήθηκαν να χτυπούν ρυθμικά τα δάχτυλά τους, ανάλογα με τους ήχους που άκουγαν. Η ρυθμική ακρίβεια των κινήσεών τους καταγραφόταν με ειδικό όργανο μέτρησης, ενώ σε επόμενη φάση καταγραφόταν μέσω ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος η δραστηριότητα των εγκεφαλικών κυμάτων τους, έτσι ώστε να αξιολογηθεί η ικανότητα αντίδρασής τους στους ήχους της γλώσσας. Το συμπέρασμα ήταν ότι, όσοι νέοι είχαν καλύτερο «μουσικό αυτί» και σωστότερη αναπόκριση στον ρυθμό, είχαν επίσης καλύτερη αντίδραση στους γλωσικούς ήχους. Όπως είπε η Κράους, «διαπιστώθηκε πως τα παιδιά που δυσκολεύονται να διαβάσουν, έχουν επίσης δυσκολία να συντονίσουν τις κινήσεις τους με τον ρυθμό της μουσικής. Φαίνεται πως τα στοιχεία εκείνα που είναι σημαντικά για την ανάγνωση, ενδυναμώνονται με τη μουσική εμπειρία».
Πηγή: ΣΚΑΪ