από την Έρη Πιπεράκη – Κλινική Ψυχολόγο και Ειδική Παιδαγωγό*
Αναλογιστείτε ποια φράση θα χρησιμοποιούσατε για να καθησυχάσετε ένα παιδί όταν σας λέει ότι φοβάται: «Μη φοβάσαι εσύ είσαι δυνατός/η και μπορείς να τ’ αντιμετωπίσεις όλα» ή «Θέλεις να βρούμε μαζί τι είναι αυτό που σε κάνει να φοβάσαι και να το αντιμετωπίσουμε;»
Αρκετοί γονείς επιλέγουν την πρώτη φράση, θεωρώντας ότι η σιγουριά στην έκφρασή τους ηρεμεί το παιδί και του δίνει δύναμη, ενώ αν επιλέξουν τη δεύτερη φράση και προκαλέσουν το παιδί να μιλήσει περισσότερο γι’ αυτό που το φοβίζει, θα ενισχύσουν το φόβο του. Θεωρούν ότι είναι καλύτερα να υποτιμήσουν την ένταση του συναισθήματος, ώστε να μειώσουν την επίδραση που έχει στο παιδί κι έτσι να το εξαφανίσουν.
Παρ’ όλα αυτά, το συναίσθημα του φόβου υπάρχει, είναι μέρος της φυσιολογικής εξέλιξης των ζωντανών οργανισμών και μας συνοδεύει σ’ όλη μας τη ζωή, αφού όχι μόνο μας προστατεύει από δυσάρεστες καταστάσεις, αλλά μας βοηθάει ν’ αναπτύξουμε σταδιακά το συναίσθημα της ασφάλειας. Οι φόβοι των παιδιών, είναι φυσιολογικές αντιδράσεις σε γεγονότα που αισθάνονται ότι απειλούν την προσωπική τους ασφάλεια και τα κάνουν να βιώνουν διάφορα σωματικά συμπτώματα όπως ταχυκαρδία, στομαχικές ενοχλήσεις, εφίδρωση κ.ά. Οι φόβοι αυτοί, έρχονται και παρέρχονται καθώς αυτά μεγαλώνουν – συνήθως μέχρι τα 10-12 έτη οι παιδικοί φόβοι ξεπερνιούνται – αλλά η σοβαρότητά τους κρίνεται από τις συνέπειες που έχουν στην καθημερινότητα του κάθε παιδιού. Η ανάπτυξη των φόβων, επηρεάζεται από την ιδιοσυγκρασία του παιδιού αλλά και από τις περιβαλλοντικές συνθήκες και τις εμπειρίες που βιώνει. Στη σύγχρονη εποχή, που χαρακτηρίζεται από γενικότερη ανασφάλεια, οι φόβοι των παιδιών – και όχι μόνο – έχουν περισσότερες πιθανότητες να εξελιχθούν σε άγχος και αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητά τους ν’ ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων που προκαλούν φόβο και όχι η αποφυγή τους, είναι αυτή που κάνει ένα άτομο να αισθανθεί ασφαλές και έτοιμο ν’ αντιμετωπίσει τις διάφορες προκλήσεις. Το μυστικό είναι: «γνωρίζω τους φόβους μου και μαθαίνω να τους αντιμετωπίζω». Αυτό πρέπει να ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία, ώστε τα παιδιά να καταλάβουν ότι υπάρχουν τρόποι να χειριστούν καταστάσεις που τους τρομάζουν και ότι είναι ικανά να κυριαρχήσουν τους φόβους τους.
Το συναίσθημα του φόβου αντανακλάται τόσο με ψυχολογικές όσο και με σωματικές αντιδράσεις. Υπάρχουν καταστάσεις όπου εκφράζεται άμεσα, τόσο από παιδιά όσο και από ενήλικες, αλλά υπάρχουν και καταστάσεις όπου σωματοποιείται ή/και εκφράζεται μέσα από συναισθήματα θυμού ή λύπης. Το βέβαιο είναι ότι φόβος υπάρχει πάντα στις μεταβατικές καταστάσεις, όταν κάτι τελειώνει ή πρόκειται να τελειώσει και ν’ αρχίσει κάτι άλλο που μας είναι άγνωστο.
Φανταστείτε λοιπόν πόσες τέτοιες καταστάσεις βιώνει ένα παιδί κατά την διάρκεια της ανάπτυξης του σ’ έναν ενήλικα, που είναι απαραίτητο να έχει οπλιστεί με όλα τα εφόδια για να συνεχίσει ν’ αντιμετωπίζει τέτοιες μεταβατικές καταστάσεις αποτελεσματικά.
Ποια είναι όμως η πορεία που ακολουθεί η ανάπτυξη των φόβων κατά την παιδική ηλικία;
Μέχρι τον 7ο μήνα, το βρέφος δεν ανησυχεί όταν βρίσκεται με αγνώστους, αλλά μετά, αρχίζει σταδιακά να έχει αντιδράσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν συνειδητός φόβος, αφού βλέπουμε ότι αντιδρά με διαφορετικό τρόπο απέναντι σε οικεία και μη οικεία πρόσωπα και γενικά σε κάτι πρωτόγνωρο και άγνωστο. Διανύοντας το 2ο χρόνο της ζωής του, αρχίζει να καταλαβαίνει ότι ενώ υπάρχουν πράγματα που μπορεί να ελέγξει π.χ κτυπά το τύμπανο και ακούγεται δυνατός ήχος, υπάρχουν κάποια άλλα που συμβαίνουν ξαφνικά χωρίς να τα έχει προκαλέσει π.χ ο θόρυβος από μια βροντή. Άρα ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί ξαφνικά χωρίς να μπορεί να το ελέγξει;
Από τη στιγμή που κάθε παιδί καταλαβαίνει ότι μπορεί να κάνει πράγματα μόνο του, αρχίζει ν’ απομακρύνεται από τους γονείς του. Όμως συνυπάρχει η ανάγκη του για προστασία και ασφάλεια, που το οδηγεί στην αναζήτηση της επιβεβαίωσης ότι οι γονείς είναι εκεί. Πόσες φορές δεν έχουμε δει παιδιά να παίζουν και να γυρνούν το κεφάλι, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσουν ότι οι γονείς είναι κάπου εκεί κοντά. Αν δεν παίρνουν αυτή την επιβεβαίωση, τα παιδιά θ’ αναπτύξουν έντονα το φόβο ότι θα τα εγκαταλείψουν. Ο φόβος αυτός ενισχύεται και από την αντίδραση του παιδιού στις επιθυμίες των γονέων, γύρω στο 3ο έτος της ηλικίας του, όπου ταυτόχρονα δημιουργείται ο φόβος ότι οι γονείς θα θυμώσουν και θα το εγκαταλείψουν. Έτσι αρχίζει ο φόβος για τον ύπνο, αφού θεωρεί ότι τότε οι γονείς μπορεί να φύγουν και να ή ο φόβος για τον παιδικό σταθμό αφού θεωρεί ότι θα τ’ αφήσουν εκεί και δεν θα επιστρέψουν.
Το παιδί συνειδητοποιεί τους κινδύνους του περιβάλλοντος γύρω στην ηλικία των 4ων ετών. Έτσι αρχίζει να διστάζει να κάνει πράγματα που μέχρι πριν λίγο καιρό τα έκανε πχ δεν θέλει να βουτήξει στο νερό και στέκεται διστακτικά στην άκρη ενώ το προηγούμενο καλοκαίρι του άρεσε και το χαιρόταν. Οι φόβοι του γίνονται απροσδιόριστοι, φόβος για το σκοτάδι, για τους γιατρούς, για τους ασυνήθιστους θορύβους, για τις αρρώστιες, για τα έντομα αφού μέχρι την ηλικία των 7 ετών δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει αιτιακές σχέσεις.
Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς;
Βασική αρχή είναι ν’ αναπτύξουν τα παιδιά δεξιότητες, με τις οποίες ν’ αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά καταστάσεις που τους προξενούν φόβο. Φυσικά για ν’ αναπτύξουν αυτές τις δεξιότητες, πρέπει να τους δώσουμε την ευκαιρία να δοκιμαστούν και να νιώσουν ότι ξεπερνούν τους φόβους τους.
•Απαραίτητη είναι η δημιουργία κλίματος ασφάλειας, μέσα στο οποίο τα παιδιά θα βιώσουν ότι οι γονείς είναι σταθερές φιγούρες και δεν θα τα εγκαταλείψουν παρ’ όλες τις αντιπαραθέσεις που μπορεί να έχουν μεταξύ τους.
•Σ’ ένα τέτοιο κλίμα ασφάλειας, καθορίστε μαζί με το παιδί μικρούς στόχους και βήματα για την αντιμετώπιση των φόβων του και ενισχύστε το να γνωρίσει σταδιακά το φοβικό αντικείμενο (να το πλησιάσετε μαζί, να ζωγραφίσετε το τέρας που φοβάται, να παίξετε μαζί του το κακό το δράκο, να προχωρήσετε μαζί στο σκοτεινό διάδρομο μέχρι το δωμάτιό του αλλά ν’ ανάψει μόνο του το φως για να καταλάβει ότι υπάρχουν λύσεις).
•Αναγνωρίστε και ονομάστε το φόβο του και μην τον υποτιμάτε, εμφανίζοντας ως ακίνδυνο το περιεχόμενο του φόβου του, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο όχι μόνο ενισχύετε το έντονο συναίσθημά του, αφού του δείχνετε ότι τελικά φοβάται κάτι τόσο ασήμαντο, αλλά μαθαίνει και να ντρέπεται για τα συναισθήματά του.
•Βοηθήστε το παιδί να εκφράσει λεκτικά τα συναισθήματά του, ώστε μαζί να συζητήσετε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει για ν’ αντιμετωπίσει αυτό που φοβάται.
•Δείξτε ότι κι εσείς φοβάστε και μοιραστείτε τους τρόπους που αντιμετωπίζετε τους φόβους σας. Το παιδί πρέπει να καταλάβει ότι και οι μεγάλοι φοβούνται αλλά παρ’ όλα αυτά τα καταφέρνουν. Άρα δεν είναι κάτι τόσο τραγικό να φοβάται κάποιος.
•Αποφύγετε τους χαρακτηρισμούς «φοβητσιάρης» ή «εύκολα φοβάσαι», αφού έτσι ο φόβος γενικεύεται σε όλες τις καταστάσεις. Αντίθετα δώστε στο παιδί να καταλάβει ότι ο φόβος του συνδέεται με τη συγκεκριμένη κατάσταση.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι στο αρχικό ερώτημα «ποια φράση θα χρησιμοποιούσατε για να καθησυχάσετε το παιδί σας που φοβάται», η αντίδραση των γονιών που βοηθά το παιδί να καταλάβει ότι παίρνουμε στα σοβαρά τα συναισθήματά του και ότι θα σταθούμε δίπλα του, αφού υπάρχει τρόπος να κυριαρχήσει τους φόβους του, είναι αυτή που σταδιακά θα το οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι πάντα θα υπάρχουν πράγματα που φοβόμαστε αλλά έχουμε και τα όπλα να τα αντιμετωπίσουμε.
*Για περισσότερες πληροφορίες για την κα Πιπεράκη, πατήστε εδώ