Μία νέα έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη ξέραμε.
Έχετε παρατηρήσει ποτέ ότι, όταν διαβάζετε κάτι δυνατά, σας είναι πιο εύκολο να το εμπεδώσετε και να σας μείνει μετά, σε σύγκριση με το να διαβάζετε από μέσα σας; Μία έρευνα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Memory υποδεικνύει ότι αυτό είναι πραγματικότητα και μας αναλύει περαιτέρω.
Οι επιστήμονες κατέγραψαν 75 μαθητές να λένε 160 λέξεις δυνατά. Δύο εβδομάδες μετά, μελέτησαν 80 από αυτές τις λέξεις με διάφορους τρόπους: ακούγοντας τις δικές τους ηχογραφημένες λέξεις, ακούγοντας σε ηχογράφηση κάποιον άλλον να τις λέει, διαβάζοντάς τες από μέσα τους, διαβάζοντάς τες στον εαυτό τους. Για να σιγουρέψουν ότι δεν ήταν σημαντικό, διάφοροι μαθητές χρησιμοποίησαν τις τεχνικές με διαφορετικές σειρές.
Στη συνέχεια, τους έδειχναν μία λέξη κι έπρεπε να πουν εάν την είχαν μελετήσει. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος μάθησης ήταν το να διαβάζουν τις λέξεις δυνατά (77% σωστές απαντήσεις), ενώ ακολουθούσε το να ακούν μία ηχογράφηση, το να ακούν κάποιον άλλον να λέει τις λέξεις και το να διαβάζουν σιωπηλά.
Επειδή οι επιστήμονες διαχώρισαν τα διάφορα μέρη της διαδικασίας, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το πλεονέκτημα βγαίνει όχι απλά από το να διαβάζουμε ή να ακούμε, αλλά συγκεκριμένα από το να διαβάζουμε και να ακούμε τον εαυτό μας. Αυτό συμβαίνει γιατί το να διαβάζουμε πράγματα δυνατά περιλαμβάνει διαφορετικούς τύπους επεξεργασίας, κάτι που το κάνει πιο ενεργό και μας δεσμεύει και μας δραστηριοποιεί περισσότερο από το να διαβάζουμε από μέσα μας.
Η μελέτη είναι μικρή κι ενέχει κάποιους κινδύνους, όμως επιβεβαιώνει αυτό που ήδη γνωρίζαμε: Όταν έχει να κάνει με μάθηση και μνήμη, όσο περισσότερες αισθήσεις χρησιμοποιούμε τόσο το καλύτερο.