Ο Χ. είναι γύρω στα 30, μένει μόνος του κι εργάζεται στην τηλεφωνική εξυπηρέτηση πελατών ενός μεγάλου ομίλου τηλεπικοινωνιών. Η δουλειά του δεν του αρέσει ιδιαίτερα αλλά τουλάχιστον του προσφέρει μια οικονομική αυτονομία. Έχει χάσει τους παλιούς του φίλους από σχολείο και στρατό αλλά του έχουν απομείνει 2-3 γνωστοί από την δουλειά με τους οποίους βγαίνει πότε – πότε αν και τον τελευταίο καιρό όλο εκείνος τους ρωτά αν θα πάνε πουθενά ενώ οι άλλοι φαίνεται να τον αποφεύγουν.
Ο Χ. πολλές φορές σκέφτεται πως η αποφυγή αυτή και η γενικότερη μοναξιά του οφείλονται στην ζήλεια των άλλων. Οι άνθρωποι τον ζηλεύουν, είναι βέβαιο αυτό και το διαπιστώνει κάθε φορά που τους διηγείται κάποια συναρπαστική ιστορία που του έχει συμβεί. Όπως για παράδειγμα, τότε που είχε μείνει από βενζίνη, μεσάνυχτα σε κάτι περίεργα σοκάκια μιας γειτονιάς από την οποία πρώτη φορά περνούσε και ξαφνικά ακούγονται κάτι δυνατές σειρήνες περιπολικών να έρχονται όλο και πιο κοντά. Βγαίνει από το αμάξι απορημένος και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τον περικυκλώνουν και αρχίζουν να του φωνάζουν από τις ντουντούκες πως πρέπει να μείνει ακίνητος και να σηκώσει τα χέρια ψηλά! Ο Χ. σαστισμένος αλλά ατρόμητος δεν υπάκουσε στις αστυνομικές εντολές, ρωτώντας να μάθει τι ακριβώς έκανε. Εν ολίγοις, η παρεξήγηση λύθηκε – οι γείτονες είχαν δει το αμάξι του και το μπέρδεψαν με εκείνο ενός γνωστού κακοποιού οπότε φώναξαν την αστυνομία – κι εκείνος επέστρεψε σπίτι του αφού του γέμισαν βενζίνη οι ίδιοι οι αστυνομικοί προκειμένου να τον αποζημιώσουν για την ταλαιπωρία!
Την ιστορία αυτή αλλά και όλες τις άλλες ο Χ. κάθε φορά τις διηγείται με περίσσιες λεπτομέρειες και εκείνη την ανάλογη θεατρικότητα ώστε να την κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Οι άλλοι τον λένε παραμυθά εκείνος όμως γνωρίζει ότι αυτό δεν είναι παρά ένα ζηλότυπο σχόλιο για τις συγκλονιστικές του εμπειρίες.
Στην πραγματικότητα οι ιστορίες αυτές όχι μόνο δεν κάνουν πιο συμπαθή τον Χ. αλλά αντιθέτως απομακρύνουν τους άλλους ανθρώπους μιας και αντιλαμβάνονται την επιτηδευμένη υπερβολή αλλά και τα λογικά κενά που εμπεριέχουν. Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται όμως είναι ότι ο Χ. πραγματικά τις πιστεύει και μπερδεύει το φαντασιακό τους στοιχείο με το πραγματικό. Ακόμη κι όταν διηγείται διαφορετικές εκδοχές μιας ιστορίας ξεχνάει ότι αυτό που περιγράφει δεν έγινε έτσι. Στο παραπάνω περιστατικό για παράδειγμα, το πιο πιθανό είναι απλά να του έκαναν μια τυπική εξακρίβωση στοιχείων.
Κύρια αιτία τούτης της κατάστασης είναι ότι ο Χ. έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση και δεν πιστεύει ιδιαίτερα στον εαυτό του. Μάλλον θεωρεί βαρετή και τη ζωή του και τον ίδιο. Μέσα από τις ιστορίες αυτές όμως καταφέρνει να κάνει και τη ζωή του συναρπαστική και τον ίδιο ενδιαφέροντα. Ο Χ. λοιπόν παλεύει με την διαταραχή προσωπικότητας που λέγεται μυθομανία και αν δεν παρέμβει η ψυχοθεραπεία ώστε να συνειδητοποιήσει το πρόβλημα και να το αποκαταστήσει μέσω της αύξησης της αυτοπεποίθησης, κινδυνεύει να μείνει μόνος του με τα “παραμύθια” του.
Ο παθολογικός ψεύτης (μυθομανής) είναι διαφορετική κατηγορία από τον απλό ψεύτη. Ένας άνθρωπος ψεύτης αφενός αναγνωρίζει ότι λέει ψέματα (δε συγχέει την πραγματικότητα με τη φαντασία) και αφετέρου σκόπιμα ψεύδεται όχι τόσο με στόχο να γίνει αρεστός όσο να χειραγωγήσει άτομα και να διαμορφώσει καταστάσεις υπέρ του όποιου συμφέροντός του. Συνήθως το άτομο που αρέσκεται να λέει ψέματα δεν υποφέρει από χαμηλή αυτοπεποίθηση αλλά αυτή είναι μάλλον υψηλή καθώς η χειριστική του ικανότητα απαξιώνει τους άλλους μέσα από την παραπλάνηση ή κι εξαπάτησή τους κάνοντας τον ίδιο να αισθάνεται πιο έξυπνος από εκείνους άρα καλύτερο. Η απομόνωση θα είναι και σε αυτή την περίπτωση η συνέπεια όπως και στη μυθομανία αλλά μόνο αν ανακαλυφθούν τα ψέματα. Στην προκειμένη όμως ο ψεύτης έχει προκαλέσει σκόπιμα και κακό στους άλλους – μεγάλο ή μικρό ανάλογα με το είδος της εξαπάτησης – σε αντίθεση με τον μυθομανή που από τους άλλους αποζητά μοναχά τη συμπάθειά τους.
Είναι βέβαιο ότι όλοι μας έχουμε πει κάποιο ψέμα είτε γιατί φοβηθήκαμε κάποιες συνέπειες είτε γιατί ακόμη θελήσαμε να προστατεύσουμε κάποιον από το να πληγωθεί ή να ανησυχήσει. Έχει πάντα σημασία και ο λόγος αλλά και η συχνότητα. Ακόμη κι αν θέλουμε να προστατεύσουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο από το να μάθει κάτι και να πληγωθεί δεν μπορούμε να το κάνουμε σε βάθος χρόνου καθώς τότε το “προστατευτικό” ψέμα καταλήγει σε κοροϊδία. Καλό λοιπόν είναι να θυμόμαστε πως η ειλικρίνεια είναι βασικό χαρακτηριστικό τόσο αυθεντικών σχέσεων όσο και ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων μιας και είναι ο σπόρος που χρειάζεται για να ανθίσει η εμπιστοσύνη και όσα αυτή γεννά.
Περισσότερες πληροφορίες για την Μαρία Μάρκου, πατήστε εδώ