Η πρώτη φορά που άκουσα το όνομά του ήταν το 1997 όταν εκδόθηκε η “Λούλα”, μου είχε φανεί πολύ “βαρύ” το βιβλίο, άλλη ηλικία , άλλη ωριμότητα… Με τον καιρό, διαβαζοντάς τον… τον “έμαθα”…πίσω από τις λέξεις, “γνωρίζω” έναν άνθρωπο με ευαισθησίες… Σας τον παρουσιάζουμε μέσα από το δικό του site… με την άδειά του, φυσικά!
Πριν από λίγες μέρες μία φίλη έκανε μία αναρτηση στο facebook το παρακάτω κείμενο και ήταν η αφορμή για να “επικοινωνήσουμε” διαδικτυακά…
Με συγκίνησε….ίσως λόγω του άγχους που νιώθω καθημερινά ως μητέρα μικρού παιδιού…
Η ΠΕΠΑΤΗΜΕΝΗ
Στη ζωή σου μπορεί να θαυμάζεις ακραίες προσωπικότητες, από καλλιτέχνες και φιλοσόφους μέχρι επιστήμονες ή αθλητές.
Ως γονιός όμως κατά βάθος θέλεις, σχεδόν αταβιστικά, το παιδί σου να γίνει μέσος άνθρωπος. Ίσως για να το προφυλάξεις από τις κακοτοπιές που ενστικτωδώς ξέρεις ότι περιμένουν όποιον αφήνεται να διάγει έναν βίο διαφορετικό από εκείνον του μέσου όρου.
* * *
Το πρωτοδιάβασα στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, όπου πρωταγωνιστεί ένας ξεχωριστός μεν άνθρωπος, αλλά και από την αρνητική και από τη θετική πλευρά του. Δηλαδή, η ιδιότητα του τίτλου εξερευνάται όχι μόνο ως ελάττωμα αλλά και ως αρετή (για την ακρίβεια, πρόπλασμα του δημιουργού ήταν ο ίδιος ο Χριστός και στόχος του ένα μυθιστόρημα με ήρωα το Καλό, την ενσάρκωσή του).
Γράφει λοιπόν ο Φιόντορ κάπου στην αρχή του τρίτου μέρους: «Ποια μάνα, που αγαπάει τρυφερά το παιδί της, δεν θα τρομάξει και δεν θ’ αρρωστήσει απ’ το φόβο της, αν ο γιος ή η κόρη της παρεκκλίνουν έστω και στο ελάχιστο από την πεπατημένη; “Ας είναι καλύτερα ευτυχισμένος, ας ζήσει τη ζωή του χαρούμενος, και να του λείπουν οι πρωτοτυπίες”, σκέφτεται κάθε μάνα νανουρίζοντας το μωρό της».
Το πρωτοδιάβασα πολλά χρόνια πριν κάνω παιδί, και δεν μου έφυγε από το μυαλό. Πολύ περισσότερο όταν το παιδί μου άρχισε να μεγαλώνει.
* * *
Πήγαινε, θυμάμαι, στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, και της μόδας ήταν τότε το ντόπιο σίριαλ «Στο παραπέντε». Στον σχολικό της μικρόκοσμο ήταν παραπάνω από απλή μόδα, ένα είδος θρησκείας. Την αφήσαμε να το παρακολουθεί, με μέτρο πάντα, για να μην εμποδίσουμε την κοινωνικοποίησή της.
Η ιστορία επαναλήφθηκε έκτοτε, συχνά με βιβλία της μόδας, όπως πρόσφατα τα μυθιστορήματα με βρικόλακες της Στέφανι Μέγιερς ή λίγο παλαιότερα με τη σειρά του «Χάρι Πότερ» (η «εκδίκηση της γυφτιάς» ήταν ότι, πιο πολύ κι από το έργο της Τζόαν Ρόουλινγκ, η μικρή λάτρεψε τα βιβλία του «Λέμονι Σνίκετ» με την ανατρεπτική ειρωνεία τους).
* * *
Το θέμα δεν ήταν να μη διαβάζει λογοτεχνία χαμηλού επιπέδου, δεν έχω τέτοιες προκαταλήψεις. Αντιθέτως, θεωρώ το αναγνωστικό μας ένστικτο σοφότερο από τη λογική, και το να φλέγεσαι για ό,τι διαβάζεις σημαντικότερο από το τι είναι αυτό. Αρκεί να το χαλιναγωγείς και να μη φτάνεις σε βαθμό παραλυσίας. Για λόγους ισορροπίας να μην ξεχνάς και την απέναντι όχθη της υψηλής λογοτεχνίας.
Ζήτησα εν ολίγοις ανταλλάγματα: οι τρεις τόμοι του «Χάρι Πότερ» να εναλλάσσονται με τον «Φύλακα στη σίκαλη», τον «Ζορμπά», τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα.
* * *
Προσπάθησα επίσης να πάρω διδάγματα από την πεπατημένη που ακολουθεί η γενιά της κόρης μου. Κάποιο λόγο έχουν οι μικρότεροι που τρελαίνονται για τη γοτθική παραφιλολογία με μάγους και ξωτικά.
Δεν αρκεί η εξήγηση ότι οι κυρίαρχοι Αγγλοσάξονες επιβάλλουν την υποκουλτούρα τους σε όλο τον κόσμο. Κάτι αναπληρώνει η διαφυγή των παιδιών σε κόσμους αχαλίνωτης φαντασίας. Ίσως αποτελεί αντιστάθμισμα στην ωμά πραγματιστική, υπερτεχνολογική καθημερινότητά μας.
Έφτασα στο σημείο να εκτιμώ τη μεταφορά-εύρημα της Μέγιερς, κι ας κακολογούν το άτεχνο ύφος της. Έφηβη σαν τις αναγνώστριές της, η αφηγήτρια-ηρωίδα της ερωτεύεται έναν νεαρό βρικόλακα. Για τα κορίτσια, τα αγόρια ανήκουν σε μια φυλή ξένη, σχεδόν βαμπίρ. Σαν να λέμε: «Σε έλκει, κι ας είναι αυτό που είναι!»
* * *
Το ερώτημα παραμένει. Να εξωθείς ή να αποτρέπεις το παιδί σου από την πεπατημένη σε οποιονδήποτε τομέα; Ιδίως σε μια χώρα-αποθέωση του μέσου όρου, σαν τη μικροαστική Ελλάδα;
Ως γνωστόν, δεν υπάρχει ούτε Ανωτάτη ούτε Κατωτάτη Σχολή Γονέων. Κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς, με όση υπομονή και αγάπη διαθέτεις, κι ο Θεός βοηθός.
Όμως, δεν είναι δυνατόν να μη βλέπεις πόσο συντηρητικός γίνεσαι. Και ότι ο ρόλος του γονιού σε αναγκάζει να επιλέγεις και να αποδέχεσαι νόρμες με τις οποίες εσύ ο ίδιος διαφωνείς ή τις αποστρέφεσαι.
Άνθρωπος σημαίνει αντίφαση.”
[Το απόσπασμα είναι από το τελευταίο βιβλίο του «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας», εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 540-542. ― http://wp.me/PJlOq-1oV.]
Από το site του http://vangelisraptopoulos.wordpress.com “δανειζόμαστε” το βιογραφικό του για να τον μάθετε κι εσείς, αν δεν τον γνωρίζετε ήδη:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (Αθήνα, 1959) εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο στα είκοσί του.
Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα και νουβέλες: «Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος», «Λούλα», «Mαύρος γάμος», «Χάσαμε τον Μπαμπά», «Φίλοι», «Η Μεγάλη Άμμος» κ.ά.
Σπονδυλωτά έργα: «Έμμονες ιδέες», «Η γενιά μου», «Ιστορίες της Λίμνης».
Μεταξύ χρονικού και αυτοβιογραφίας: «Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;», «Η δική μου Αμερική», «Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας».
Καθώς και μεταφρασμένα αποσπάσματα από αρχαίους έλληνες συγγραφείς.
«Τα τζιτζίκια» εκδόθηκαν στα αγγλικά, «Η απίστευτη ιστορία της πάπισσας Ιωάννας» στα ιταλικά.
«Ο εργένης» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, τα «Διόδια» στην τηλεόραση, ενώ «Η επινόηση της πραγματικότητας» διασκευάστηκε για το θέατρο.
Συνολικά έχουν τυπωθεί περισσότερα από 250.000 αντίτυπα των βιβλίων του.