Αργά τη νύχτα, όταν σβήνουν οι τηλεοράσεις των Champions League και των Final Four, οι δρόμοι αρχίζουν να υποδέχονται τα κατάλοιπα. Τσακισμένα κουτάκια μπύρας, καλαμάκια, λαδόχαρτα, πλαστικά ποτήρια, κρέατα, κρεμμύδια, απομεινάρια πίτσας, κινέζικου, κεμπάπ και μουστάρδας…
Όλοι κάποια στιγμή νοιώθουμε την ανάγκη για ένα «βρώμικο», μια διατροφική αταξία, μια λαίμαργη λοξοδρόμηση, να τρως το σάντουιτς γεμάτο με ό,τι υπάρχει στον πάγκο του καντινιέρη και παράλληλα να προσέχεις μη σου στάξει πάνω στο καθαρό σου ρούχο! Να βουτάς τη λαδωμένη πίτσα μέσα από το κουτί και να πίνεις και μια γουλιά μπύρα και από κοντά σκορδόψωμα και μετά παγωτό full fat, όλα στο καθιστικό και όλοι καταβροχθιστές του delivery.
Η καλύτερη στιγμή είναι της παραγγελίας. Βρίσκεις το φυλλάδιο ή κοιτάς με γουρλοπεινασμένα μάτια τον κατάλογο της καντίνας. Αδύνατον να παραμείνεις αναμάρτητος. Η σύσκεψη είναι ζωηρή με τους κολλητούς σου, το αποτέλεσμα γνωστό: παραγγέλνουμε παραπάνω μη τυχόν και δεν φτάσουν… Το φαγητό ντελίβερι είναι διαταξικό, διαχρονικό, ακαταμάχητο.
Μετά τις πρώτες μπουκιές για τον κορεσμό της αστείρευτης λαιμαργίας, ξεκινάει το άγχος του delivery.… Το φαγητό αυτό δεν χορταίνει. Περισσότερο σε μπουκώνει, σε φουσκώνει και σε πρήζει, το ρεύεσαι ένοχα και απελπισμένα, μα δεν στέκει, δεν χορταίνει και δεν φτάνει στα ανώτερα κέντρα του εγκεφάλου.
Και μετά νοιώθεις αποσβολωμένος, ανήμπορος πια να αντιδράσεις, βλέπεις τα κατάλοιπα της κτηνωδίας. Ένα φαγητό που το κατάπιες και σε κατάπιε. Σαν αμαρτία… Γι αυτό και είναι νόστιμο.
Υ.Γ. Αφιερωμένο στους κολλητούς μου και στις επισκέψεις των νεανικών μας χρόνων στη Βούτα.