Από μικρή είχα τη συνήθεια να παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου, τις κινήσεις τους, τους μορφασμούς τους, τον τρόπο ομιλίας τους, τις αντιδράσεις τους στα διάφορα ερεθίσματα, όχι όμως με επικριτική διάθεση, ούτε από κουτσομπολίστικη περιέργεια όπως επιπόλαια μπορεί να σκεφτεί κανείς αλλά -ας μου επιτραπεί η έκφραση- από κάποιου είδους ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Ομολογώ ότι ως παιδί και συγκεκριμένα μοναχοπαίδι με συχνά παραπάνω ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό μου από αυτόν που πραγματικά χρειαζόμουν, δεν ήμουν ποτέ της δράσης, υπό την έννοια ότι έβρισκα πιο εύκολο να περιεργάζομαι τα άτομα στο περιβάλλον μου από το να εμπλέκομαι δυναμικά στη διαδραστική διαδικασία να τα γνωρίσω. Ήταν ας πούμε ο δικός μου τρόπος προσέγγισης, ο δικός μου τρόπος κοινωνικοποίησης, εντελώς μονομερής κι ατελέσφορος στην εξεύρεση αντικρίσματος, που ενώ με κρατούσε, φαινομενικά όμως, δέσμια μιας απαθούς κατάστασης, παράλληλα μου προσέδιδε ένα χρήσιμο, τουλάχιστον κατ’ εμένα, γνώρισμα, αυτό του εν δυνάμει ψυχογράφου. Κάθε φορά που παρατηρούσα ένα άτομο ασυναίσθητα σχεδόν ευθυγράμμιζα την οπτική μου με αυτή που συμπέρανα για δική του, έμπαινα για λίγο, αυτό που λέμε, στη θέση του. Προσπαθώντας να κατανοήσω τη συμπεριφορά του και τη λογική των πράξεων του, ερχόμουν αντιμέτωπη με ένα καινούργιο κάθε φορά κοινωνιολογικό πλαίσιο. Κατά αυτόν τον τρόπο μου δινόταν επιπλέον κι η ευκαιρία να συνειδητοποιώ χαρακτηριστικά για το περιβάλλον μου και τον τρόπο που είχα επιλέξει να ζω μέσα σε αυτό. ‘Αλλωστε, όπως ορθά λέγεται, μολονότι στην περίπτωση μου η έρευνα σταματούσε στην παρατήρηση, μόνο όταν επιτρέψεις στον εαυτό σου να διεισδύσει σε μια πραγματικότητα μη γνώριμη κι οικεία, ξένη προς τη δική σου, θα μπορέσεις τελικά να ανακαλύψεις πού πραγματικά ανήκεις, ποιος είναι ο δικός σου κόσμος.
Αν και πλέον είμαι ενήλικη, η συνήθεια αυτή συνεχίζει να με ακολουθεί ΄ ακόμη και σήμερα μου είναι δύσκολο να απεκδυθώ τον ρόλο του παρατηρητή. Απόδειξη αποτελεί η παρακάτω κι ίσως κι η πιο πρόσφατη που να μπορώ να καταθέσω, βιωματική ιστορία ψυχογραφικής απόπειρας.
Τη χρονιά που θα έδινα πανελλαδικές εξετάσεις αποφασίσαμε από κοινού στο σπίτι να μεταφερθώ στο απέναντι δωμάτιο, σε εκείνο που έβλεπε στην πίσω μεριά της πολυκατοικίας, ώστε να έχω περισσότερη ησυχία για να διαβάζω. Το νέο μου δωμάτιο είχε πρόσβαση σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα στον κήπο της πιλοτής ο οποίος και μεσολαβούσε μεταξύ της πολυκατοικίας κι ενός μικρού δρόμου. Εκεί σε αυτόν τον ήσυχο δρόμο τον γεμάτο νερατζιές υπήρχε μια παλιά διπλοκατοικία από αυτές της δεκαετίας του ’60 που σημειολογικά και πολεοδομικά πάλευαν να συγκεράσουν την πρακτικότητα της επαρχιώτικης μονοκατοικίας με τον μοντερνισμό του αστικού διαμερίσματος. Στριμωγμένη ανάμεσα σε δύο πολυόροφες πολυκατοικίες, με μια μικρή αυλή στην είσοδό της η διπλοκατοικία έστεκε εκεί να κοιτάζει προς το δρόμο. Στον επάνω όροφό της πρόβαλε ένα μπαλκόνι, ούτε πολύ μικρό ούτε πολύ μεγάλο, μάλλον στενόμακρο με άσπρα κάγκελα και τρεις-τέσσερις διάσπαρτες εδώ κι εκεί γλάστρες. Στην ταράτσα της ορθωνόταν μια οικοδομική παραφωνία, ένα μικρό αυτοσχέδιο δώμα που με μια πρώτη μάτια έμοιαζε να λειτουργεί σαν πλυσταριό με ένα μακρύ σχοινί δεμένο όπως όπως σε δύο πασσάλους του για το άπλωμα των ρούχων. Υπήρχε σίγουρα και μια τηλεόραση στο εσωτερικό του αφού συχνά τα βράδια έβλεπα το μπλε φως της οθόνης να αντανακλάται πάνω στο τζάμι της πόρτας.
Στο σπίτι κατοικούσε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, ανδρόγυνο, πάνω από 80 χρονών ο καθένας. Ο γέρος κι η γριά, έτσι τους αποκαλούσα, κάθε άλλο παρά βαρετοί ήταν. Οι καβγάδες τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν το λιγότερο ομηρικοί καθώς σχεδόν κάθε μέρα βρίζονταν, καταριόντουσαν την ώρα που γνωρίστηκαν κι εύχονταν ο ένας στον άλλο να τους πάρει μαζί του ο έξω από εδώ. Δε θα ξεχάσω ένα περιστατικό που συνέβη το καλοκαίρι πριν από δύο χρόνια όταν πάνω σε ένα τσακωμό η γριά κλείδωσε το γέρο στο μπαλκόνι σχεδόν όλο το βράδυ αγνοώντας επιδεικτικά τις φωνές και τα χτυπήματά του στην πόρτα που είχαν σηκώσει τα μεσάνυχτα όλη τη γειτονιά στο πόδι. Πάντα έτσι να ήταν, απορουσα πού και πού. Πώς υπομένεις τόσα χρόνια έγγαμου βίου με έναν άνθρωπο με τον οποίο δεν επικοινωνείς πια, που δεν αντέχεις καν να βλέπεις; Και πού βρίσκεις άραγε το κουράγιο σε αυτήν την ηλικία να διαπληκτίζεσαι τόσο έντονα μαζί του; Οι καβγάδες τους με έκαναν γρήγορα να καταλάβω και τη χρησιμότητα του δώματος, αφού όπως αποδείχθηκε ο γέρος έβρισκε εκεί καταφύγιο τις μέρες που η κατάσταση με τη γριά έφτανε στο απροχώρητο. Τουλάχιστον, σκεφτόμουν, ήταν κύριος, έφευγε εκείνος από το σπίτι.
Σε αντιστάθμισμα της απρεπούς και ντροπιαστικής συμπεριφοράς των γέρων ερχόταν το παρουσιαστικό τους που έδινε την εικόνα ενός καλοβαλμένου και με επίπεδο ζευγαριού. Η κυρία ήταν φιγούρα αριστοκρατική, συνήθιζε να βγαίνει στο μπαλκόνι φορώντας μια γυαλιστερή ρόμπα και μαύρα γυαλιά ηλίου -τις πρωινές ώρες- ,πάντοτε με κουπ κομμωτηρίου. ‘Αλλωστε, το βασικό της “επιχείρημα” στους τσακωμούς της με τον “γέρο” αποτελούσε το γεγονός ότι εκείνη ήταν μια γυναίκα εξαίρετης καταγωγής και καλλιεργημένη που δυστυχώς “κακόπεσε” όταν τον παντρεύτηκε. Ο κύριος πάλι ήταν υπερβολικά μικρόσωμος και κοντός, αρειμάνιος καπνιστής, με φωνή όμως καθαρή και βροντερή που δε θύμιζε ηλικιωμένο. Αυτός ήταν κι ο μόνος που έβγαινε εκτός σπιτιού με εμφάνιση εξίσου προσεγμένη με εκείνη της γριάς. Στις εξόδους του κουβαλούσε μάλιστα μαζί του κι ένα τσαντάκι, όχι από αυτά του φαρμακείου, αλλά ένα που έμοιαζε με φάκελο, κατάλοιπο μάλλον της πάλαι ποτέ επαγγελματικής του ιδιότητας ως τραπεζικός, όπως πληροφορήθηκα από τον μπαμπά μου.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, τα καλοκαίρια η γριά έμενε ξύπνια ως αργά τα μεσάνυχτα βλέποντας τηλεόραση δίπλα στην μπαλκονόπορτα με τη λάμπα αναμμένη, και κάπου εκεί γύρω στις τρεις το ξημέρωμα έσβηνε το φως οπότε κι υπολόγιζα την ώρα από το σκοτάδι. Ο γέρος συνήθως καθόταν πάνω στο δώμα της ταράτσας, πότε άπλωνε ρούχα, πότε πότιζε. Καμιά φορά κάθονταν και μαζί στο μπαλκόνι, εκείνος κάπνιζε. Δε μιλούσαν παρά μόνο για να τσακωθούν και να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του, ο γέρος προς την ταράτσα κι η γριά προς το εσωτερικό του σπιτιού. Ποτέ μου δεν τους είχα δει από κοντά, αν και μας χώριζε μονάχα ένας δρόμος. Στο μυαλό μου είχαν περάσει ως αρχετυπικές φιγούρες του συμβατικού ζευγαριού που γερνάει παρέα από ανάγκη κι όχι από αγάπη.
Συχνά αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που τους κρατούσε τόσα χρόνια μαζί. Τα στερεότυπα της κοινωνίας που εκείνες τις εποχές ειδικά ήθελαν το διαζύγιο πράξη ιδιαιτέρως ντροπιαστική και κατακριτέα, η δύναμη της συνήθειας που τελικά δημιουργεί αρρωστημένες εξαρτήσεις, ίσως η αδυναμία του ενός από τους δύο να σταθεί οικονομικά αυτοδύναμος έξω από το γάμο…; Πιθανόν κάποιος από τους παραπάνω λόγους να έπαιξε ρόλο, ήταν όμως κι ο κυριότερος άραγε; Δεν άργησα πολύ να πάρω την απάντηση που έψαχνα. Υπήρχε μία περίοδος μέσα στο καλοκαίρι που στο μπαλκόνι έκανε την εμφάνισή της μια μελαχρινή νεαρή κοπέλα όχι πάνω από 30 χρονών. Ήταν αρκετά ψηλή κι αδύνατη, κι ενώ δεν μπορούσα λόγω απόστασης να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της για κάποιο λόγο είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι ήταν όμορφη. Ένα βράδυ που η ησυχία απλωνόταν σε όλη τη γειτονιά την άκουσα για πρώτη φορά να μιλάει, μόνο που ο λόγος της δεν ήταν καθαρός, κατά διαστήματα διακοπτόταν από άναρθρες κραυγές κι ακουγόταν σχεδόν παραληρηματικός. Το νεαρό κορίτσι προφανώς έπασχε από κάποια μορφή νοητικής υστέρησης που όμως, όπως τουλάχιστον εμένα μου φαινόταν, δεν περιόριζε δραματικά την ικανότητα αντίληψης και τη συμπεριφορά της. Αργότερα έμαθα οτι κι οι δύο γονείς της την είχαν εγκαταλείψει, είχαν ξαναφτιάξει τη ζωή τους κάνοντας άλλα παιδιά κι οι παππούδες της από την πλευρά της μητέρας της, ο γέρος κι η γριά δηλαδή, ήταν οι μόνοι που της είχαν απομείνει να τη φροντίζουν.
Ο ερχομός της εγγονής σηματοδοτούσε μια περίοδο “εκεχειρίας” μεταξύ του γέρου και της γριάς, αφού όσο διάστημα η κοπέλα έμενε μαζί τους οι καβγάδες σταματούσαν, δεν άκουγες το παραμικρό. Τα βράδια συνήθιζαν να κάθονται όλοι μαζί στο μπαλκόνι και μάλιστα ο γέρος καμιά φορά παράγγελνε και πίτσα. Οι δυο τους έβγαιναν βόλτα, την άφηνε να ανεβαίνει στην ταράτσα όπου η γριά απαγορευόταν να πατήσει το πόδι της, ακόμη της έδινε να κάνει διάφορες μικροδουλειές του σπιτιού. Μέχρι που κάποια μέρα περί τα τέλη του καλοκαιριού η κοπέλα έφευγε και οι γέροι έβρισκαν και πάλι τον παλιό τους εαυτό. Η εγγονή τους, κατέληξα, αυτή ήταν ο συνδετικός τους κρίκος, η αιτία που, παρά την αποστροφή που έτρεφε ο ένας για τον άλλο, τους κρατούσε μαζί αν όχι από πάντα, σίγουρα τα τελευταία χρόνια. Τελικά η αγάπη ήταν αυτό που τους ένωνε, μπορεί όχι η ανά μεταξύ τους αλλά η υπέρ τρίτου. Αγάπη όμως ήταν κι αυτή, γιατί πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί το κίνητρο που ωθεί δύο ανθρώπους να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να παραβλέψουν τον εγωισμό τους προκειμένου να σταθούν μαζί δίπλα σε εκείνον που τους έχει ανάγκη;
Προχθές καθώς περνούσα από τον κεντρικό στο γυρισμό μου για το σπίτι είδα ένα κηδειόχαρτο, φρεσκοκολλημένο σε μια κολώνα αλλά το προσπέρασα χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία.
“Τα έμαθες;” μου λέει ο μπαμπάς μου καθώς έμπαινα μέσα, “πέθανε η γριά από απέναντι” . Πέθανε, όχι, κρίμα… σφίχτηκε η καρδιά μου. Κατευθύνθηκα με φόρα προς το δωμάτιό μου, έτρεξα προς τη μπαλκονόπορτα και με μια αμήχανη βιασύνη τράβηξα την κουρτίνα να ανοίξει. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο μπαλκόνι της διπλοκατοικίας με τα άσπρα κάγκελα. Κι έρχεται καλοκαίρι σκέφτηκα…κι η κοπέλα; … Πόσο μόνος θα αισθάνεται ο γέρος, κανείς δε θα του ανταπαντά πια όταν θα βλαστημάει… αλλά υποθέτω, η ζωή συνεχίζεται…
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο blog της Ασπασίας, saspicious
Περισσότερες πληροφορίες για την Ασπασία Σπυράτου, εδώ