Καλημέρα και καλή εβδομάδα, φίλοι μου! Η ενότητα «Σα σήμερα…» επανέρχεται δυναμικά κι ξεκινά την εβδομάδα με άλλη μία προσωπικότητα η οποία χάραξε τη δική της ξεχωριστή πορεία στη λογοτεχνία. Ο λόγος για το συγγραφέα του – διαχρονικού πλέον – «Οδυσσέα», James Joyce.
Ο James Augustine Aloysius Joyce γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1882 στο Δουβλίνο κι ήταν ο μεγαλύτερα από τα – συνολικά – δέκα παιδιά του John Stanislaus Joyce και της Mary Jane Murray. Ενώ η οικογένεια ανήκε στη μεσαία τάξη, ο εθισμός του πατέρα του Joyce στο αλκοόλ κι η κακή οικονομική διαχείριση την οδήγησαν στην πτώχευση. Στην αρχή όλα αυτά στάθηκαν εμπόδιο στην εκπαίδευση του James Joyce, αλλά τελικά κατάφερε το 1898 να σπουδάσει αγγλικά, γαλλικά κι ιταλικά στο University College του Δουβλίνου, ενώ παράλληλα έγραφε κριτικές θεατρικών και βιβλίων, πράγμα που τον ενσωμάτωσε στους αντίστοιχους κύκλους. Μάλιστα όταν διάβασε το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι Νεκροί» του Ερρίκου Ίψεν, έγραψε μία διθυραμβική κριτική κι εν συνεχεία ένα γράμμα στον ίδιο τον Ίψεν, ο οποίος και του απάντησε με τις ευχαριστίες του.
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στο Δουβλίνο το 1902, ο Joyce αποφάσισε να σπουδάσει Ιατρική στο Παρίσι, την οποία κι εγκατέλειψε σύντομα, καθώς έβρισκε δύσκολη την γαλλική ιατρική ορολογία. Έμεινε στη Γαλλία μέχρι το 1903, οπότε κι επέστρεψε στο Δουβλίνο όταν έμαθε πως η μητέρα του έπασχε από καρκίνο.
Μετά το θάνατο της μητέρας του, το 1904, ο Joyce έγραψε και δημοσίευσε το δοκίμιο «Το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη», το οποίο, όμως δε βρήκε ανταπόκριση για έκδοση, ενώ παράλληλα ξεκίνησε να γράφει και το μυθιστόρημα «Stephen o Ήρωας», το οποίο τελικά άφησε ανολοκλήρωτο.
Το 1904 γνώρισε κι ερωτεύτηκε τη Nora Barnacle. Την ίδια χρονιά ο Joyce κι η Nora Barnacle μετακόμισαν στη Ζυρίχη και στη συνέχεια στην Τεργέστη, όπου κι έζησαν για περίπου δεκαέξι χρόνια, ενώ ο Joyce επισκεπτόταν το Δουβλίνο περιοδικά.
Το 1914 κι όσο μαινόταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Joyce ολοκλήρωσε τους «Δουβλινέζους», μία συλλογή ποιημάτων την οποία ο συγγραφέας είχε ξεκινήσει το 1904, αλλά δέκα χρόνια μετά κατάφερε να εκδώσει. Στα ποιήματά του ο Joyce παρουσίαζει μία κοινωνία κι ανθρώπους «υπό διάλυση», με έντονες τις υπαρξιακές τους αναζητήσεις., ενώ ακόμη δείχνει την αντίθεσή του στην Εκκλησία – είχε απαρνηθεί τον καθολικισμό σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών. Παράλληλα την ίδια χρονιά ο Joyce ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στο σημαντικότερο ίσως έργο του, τον «Οδυσσέα».
Ο κατά βάση αυτοβιογραφικός «Stephen ο Ήρωας» ξαναγράφεται κι ολοκληρώνεται με τον τίτλο «Το Πορτραίτο ενός Καλλιτέχνη» και τελικά δημοσιεύεται για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη λίγο πριν εκπνεύσει το 1916, ενώ λίγους μήνες μετά εκδίδεται και στο Λονδίνο.
Η πρώτη του δουλειά γράφοντας κριτικές για θεατρικά έργα τον βοήθησε να γράψει το δικό του θεατρικό έργο με τίτλο «Οι Εξόριστοι» το 1914, μόνο που δεν είδε το φως της δημοσιότητας πριν το 1918. Πρόκειται για ένα δραματικό ερωτικό τρίγωνο με επιρροή από τον Ίψεν και έχοντας σε κάποια σημεία αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η αλήθεια είναι πως τότε οι «Εξόριστοι» δεν κατάφεραν να κερδίσουν το κοινό περισσότερο από τα μυθιστορήματα του Joyce, ενώ μόλις το 1970 κατάφερε να γίνει επιτυχία από τον Harold Pinter.
Φτάνουμε στο 1921, χρονιά που ο Joyce ολοκληρώνει τον «Οδυσσέα» του κι ο οποίος εκδίδεται την επόμενη χρονιά ανήμερα των γενεθλίων του. Το κοινό, βέβαια είχε αρχίσει ήδη να προετοιμάζεται για αυτό, καθώς από το 1918 και με τη βοήθεια του Αμερικανού ποιητή Ezra Pound, αποσπάσματα του «Οδυσσέα» δημοσιεύονταν στο περιοδικό The Little Review. Πρόκειται για μία μοναδική ημέρα της ζωής του Λίοπολντ Μπλουμ, στην ιστορία του οποίου εκτός από παραλληλισμούς με πρόσωπα και καταστάσεις του γνωστού Ομηρικού έπους ενσωματωμένα στη σύγχρονη ιρλανδική ζωή, είναι έντονη η χρήση της κλασσικής μυθολογίας αλλά και της φιλοσοφίας. Ο «Οδυσσέας» είναι ίσως η μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε ο Joyce στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα.
Μετά τον «Οδυσσέα» κι αφότου πέρασε ένας χρόνος «ανάπαυσης» ο Joyce ξεκίνησε να γράφει το τελευταίο του έργου, το «Ξύπνημα του Φίνεγκαν». Έπειτα από πολλές καθυστερήσεις , στις οποίες συμπεριλαμβάνεται κι ο θάνατος του πατέρα του Joyce το 1930, το «Ξύπνημα του Φίνεγκαν» εκδόθηκε το 1939. Το βιβλίο έγινε δέκτης αμφιλεγόμενων κριτικών, εξαιτίας του ονειρικού συνειρμού πάνω στον οποίο ήταν δομημένο το έργο, ενώ είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός πως ο Joyce δημιούργησε μία νέα γλώσσα για το βιβλίο, μία γλώσσα που από πολλούς θεωρείται «μοναδική και ταυτόχρονα οικουμενική.
Ο James Joyce πέθανε στις 13 Ιανουαρίου του 1941 στη Ζυρίχη όπου και θάφτηκε, αφήνοντας πίσω του ένα έργο το οποίο ακόμη απασχολεί λογοτέχνες, κριτικούς, και φυσικά το ίδιο το αναγνωστικό κοινό.