Μιλώντας για μισοτελειωμένες υποθέσεις, υπάρχει μια ιστορία που δεν είναι σαφές σε ποιόν από τους τρεις μεγάλους συνθέτες αποδίδεται, τον Bach, τον Handel ή τον Ηaydn, όπου ο ηλικιωμένος μαέστρος ετοιμάζεται να πέσει για ύπνο όταν ακούει ένα φίλο στον κάτω όροφο να παίζει πιάνο. Ο φίλος παίζει πολύ όμορφα και ο ρυθμός όλο και κορυφώνεται μέχρι που κάποια στιγμή, εντελώς απότομα, το κομμάτι τελειώνει σε μια ‘κυρίαρχη’ συγχορδία. Ο μαέστρος, ανήσυχος, μάταια στριφογυρίζει στο κρεβάτι αφού είναι αδύνατο να κοιμηθεί πια μέχρι που κατεβαίνει κάτω, κάθεται στο πιάνο και δίνει στο κομμάτι τη δική του κατάληξη, το δικό του ‘κλείσιμο’.
Όλοι έχουμε ‘μισοτελειωμένες υποθέσεις’. Πρόκειται για ζητήματα ή καταστάσεις που παραμένουν ανεπίλυτες ή ανολοκλήρωτες ή με τις οποίες δεν έχoυμε συμφιλιωθεί ακόμη.
Οι περισσότεροι διαθέτουμε μεγάλη χωρητική ικανότητα για μισοτελειωμένες υποθέσεις μιας και στη διάρκεια της ζωής μας μάλλον είμαστε προορισμένοι για να μείνουμε με αρκετές από ‘δαύτες’. Παρόλο που σ’ένα μεγάλο βαθμό μπορούμε να ανεχτούμε τα ‘ανοιχτά’ ζητήματα, αυτά συχνά εξακολουθούν να επιζητούν ένα ‘κλείσιμο’ και πολλές φορές δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε , δημιουργώντας διάφορα ψυχολογικά συμπτώματα, από ανησυχία, άγχος, αυπνία και έλλειψη ενέργειας έως παρορμητικές ή ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές και αυτοκαταστροφικά μοτίβα.
Ο ίδιος ο εγκέφαλός μας, βλέπετε, δεν αρέσκεται σε μισοτελειωμένες υποθέσεις και εκκρεμότητες οποιουδήποτε τύπου. Σύμφωνα με το φαινόμενο ‘Ζeigarnik’, o νους μας έχει μια ισχυρή ανάγκη να τελειώσει ο,τιδήποτε άρχισε γι αυτό και τείνουμε να ανακαλούμε πολύ πιο εύκολα πράγματα που έχουμε ‘αφήσει στη μέση’. Όταν δεν μπορούμε να ολοκληρώσουμε κάτι, ‘κολλάμε’ σε αυτό. Επίμονες και ενοχλητικές σκέψεις εισβάλλουν στο μυαλό μας σε σχέση με ο,τιδήποτε ανολοκλήρωτο ως μια υπενθύμιση στο γνωστικό μας σύστημα ότι η ‘υπόθεση’ παραμένει εκκρεμής και αυτό μπορεί να αφορά από μικρά πρακτικά θέματα, (όπως το καινούριο μου website που δε λέει να τελειώσει!) έως υποθέσεις ζωτικής σημασίας.
Η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη από μισοτελειωμένες υποθέσεις- πράγματα που έχουν μείνει κατά κάποιο τρόπο στη μέση. Εκείνος που δεν απάντησε στο αφεντικό του, που τον πρόσβαλλε, ενώ πολύ θα ήθελε και μετά γυρίζει σπίτι και τα βάζει με τη μάνα του ή τη γυναίκα του, υποσυνείδητα ζει μια μισοτελειωμένη υπόθεση την οποία και προσπαθεί με ένα ‘μερικό’ και ατελέσφορο τρόπο να ‘ολοκληρώσει’και που ωστόσο παραμένει ‘ανοιχτή. Ακόμη και το άτομο που λέει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά γιατί ποτέ δε νιώθει ότι ακούστηκε ή ότι την είπε σωστά, ζει τη δική του μισοτελειωμένη υπόθεση.
Οι άνθρωποι φέρνουν στην ψυχοθεραπεία τις δικές τους μισοτελειωμένες υποθέσεις, ιστορίες που συχνά σαν τα φαντάσματα κατοικούν και στοιχειώνουν το νου και την ψυχή μας: «ποτέ δεν είπα στον πατέρα μου πώς ένιωθα», «δεχόμουν κριτική όποτε εξέφραζα τα συναισθήματά μου», «εγώ ήθελα να γίνω ζωγράφος αλλά με κατεύθυναν να γίνω δικηγόρος», κ.ο.κ
Το να ζούμε με μισοτελειωμένες υποθέσεις μοιάζει με το να μετακομίζουμε σε ένα καινούριο σπίτι φέρνοντας τα πάντα από το παλιό χωρίς να τα ξεκαθαρίσουμε ή/και να τα τακτοποιήσουμε. Ή σα να τρέχουμε ατέρμονα σε ένα διάδρομο γυμναστικής χωρίς στόχο ή προορισμό. Αν οι υποθέσεις σε εκκρεμότητα είναι αρκετά σημαντικές μπορεί να μοιάζει σα να πορευόμαστε χωρίς ξεκάθαρη αίσθηση και σαφή σκοπό, δίχως να μπορούμε να αντλήσουμε ικανοποίηση από τη ζωή μας. Το ‘κλείσιμο’, μπορεί τότε να επιτευχθεί μόνο εάν επιστρέψουμε στην παλιά ιστορία και δώσουμε ένα καινούριο ‘τέλος’ ή με το ζήσουμε μια ανάλογη συνθήκη στο παρόν η οποία θα λειτουργήσει ως ‘επιδιορθωτική εμπειρία’.
Συνηθισμένα παραδείγματα μισοτελειωμένων υποθέσεων είναι:
- ‘Δουλειές’- έργα που έχουν μείνει ανολοκλήρωτα
- Συναισθήματα ή θλίψη που δεν έχουν εκφραστεί
- Αποφάσεις που χρειάζεται να ληφθούν
- Προσωπικές σχέσεις που δεν έχουν ‘τελειώσει’ ή ‘κλείσει’
- Χαρακτηριστικά που καταπιέστηκαν λόγω έλλειψης αποδοχής
- Απολογίες για πράξεις που προκάλεσαν πόνο.
Εντάξει, λοιπόν…Όλοι έχουμε μισοτελειωμένες υποθέσεις, γιατιιιιιιιιιί…. Γιατί, έτσι γίνεται με εμάς τους ανθρώπους. Τί χρειάζεται να κάνουμε με αυτές; Ο μόνος τρόπος να ελευθερωθούμε είναι να τις αντιμετωπίσουμε. Και μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μόνο ό,τι μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να ονομάσουμε. Είναι όλα εκεί κάτω από το χαλί και τείνουν να εκδηλώνονται με διάφορες μορφές και να μας σαμποτάρουν ιδιαίτερα κάθε φορά που συμβαίνει κάποια σημαντική αλλαγή στη ζωή μας- μια καινούρια δουλειά, μια νέα σχέση, μια νέα φιλία, κ.ο.κ
Ιδιαίτερα οι προσωπικές σχέσεις συχνά ναυαγούν όχι επειδή δεν υπάρχει η βάση για να επιτύχουν αλλά γιατί μισοτελειωμένες υποθέσεις που τα μέρη έχουν φέρει μέσα στη σχέση (μαζί βέβαια με προσδοκίες και δυσλειτουργίες) καταφέρνουν να τις εκτροχιάσουν. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση- χωρίς να το συνειδητοποιούμε-να επαναλαμβάνουμε γνώριμα μοτίβα και προηγούμενες συμπεριφορές- την ίδια στιγμή που προσπαθούμε «να το κάνουμε σωστά αυτή τη φορά». Κι ακόμη σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο μπορεί να περιμένουμε ότι ο άλλος θα εκπληρώσει ανάγκες και επιθυμίες μας που δεν εκπληρώθηκαν σε προηγούμενη(-ες ) σχέση(-εις).
Η Μυρτώ και ο Μάνος συναντήθηκαν ξανά μετά από 30 χρόνια. Όταν πρωτογνωρίστηκαν εκείνη ήταν 14 και αυτός 28. Για εκείνη, ήταν ο παιδικός της πλατωνικός έρωτας, φίλος της οικογένειας, για εκείνον η μικρή του αγαπημένη: «εσένα μια μέρα θα σε παντρευτώ» συνήθιζε να της λέει. Οι ζωές τους πήραν δρόμους διαφορετικούς, παντρεύτηκαν και έζησαν με άλλους ανθρώπους. Μέσα στα χρόνια καμιά φορά σκέφτονταν ο ένας τον άλλο αγάπη και νοσταλγία.<….>
Διαβάστε τη συνέχεια της ιστορίας στο site της Έλενας Καμπισοπούλου
Περισσότερα για την ψυχολόγο Έλενα Καμπισοπούλου μπορείτε να διαβάσετε εδώ