Ίσως και να έπρεπε να υποψιαστεί πως η αντίστροφη μέτρηση ήταν προ των πυλών. Πάει καιρός από τότε που ένιωθε πως ο άνθρωπος που ξυπνούσε πλάι του γινόταν μία ξένη. Όχι πως αυτό το κοινό ξύπνημα ήταν και τόσο συχνό. Όχι όσο θα ήθελε Εκείνος, τουλάχιστον. Δεν της το έλεγε, όμως, τουλάχιστον όχι μέχρι εκείνο το απόγευμα. Ήλπιζε πως έκανε λάθος. Ίσως και να φοβόταν την αντίδρασή της. Μέχρι εκείνο το απόγευμα, όμως. Γιατί εκεί, σ’ ένα μικρό μπαρ στην περιοχή του Μεγάρου Θεσσαλονίκης, κοιτώντας τα ζευγαράκια που περπατούσαν χέρι χέρι στη Νέα Παραλία αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα.
«Θέλω να μείνουμε μαζί», της είπε. Έτσι ξαφνικά, ενώ εκείνη του έλεγε ένα ένα τα νέα κατορθώματα της δίχρονης βαφτισιμιάς της.
Εκείνη δε μπόρεσε παρά να πει μ’ ένα αμήχανο γελάκι «πώς σου ήρθε αυτό;»
«Τι πώς μου ήρθε; Είμαστε έξι μήνες μαζί. Πού το παράλογο του να μην αρκούμαι σ’ ένα σαββατοκύριακο το μήνα και αν;»
«Σου εξήγησα πως είναι νωρίς. Εξάλλου όταν θα είναι η ώρα, θα γίνει από μόνο του»
«Άσ’το να γίνει τότε».
Δεν απάντησε, απλά πήρε το βλέμμα της μακριά. Προσπάθησε να καταλάβει που εστίαζε, αλλά έμοιαζε πως του είχε φύγει. Ψυχή τε και σώματι πλέον.
«Δε γίνεται»
«Γιατί δε γίνεται; Τι σ’ εμποδίζει;»
«Δε γίνεται. Όλο αυτό. Η συγκατοίκηση, εμείς. Δε γίνεται.»
Άντε, τη συγκατοίκηση να την καταλάβει. Το «εμείς»; Τι ήταν εκείνο το «εμείς»; Τι συνέβη; Τι έκανε λάθος;
«Στα λογικά πλαίσια δεν έκανες κάτι λάθος. Αλλά για τα δικά μου δεδομένα, προχωράς πάρα πολύ γρήγορα. Μου το είχες ζητήσει ξανά τέσσερις μήνες πριν. Σου είπα πως ήταν νωρίς. Για λίγο το άφησες, τουλάχιστον εμφανώς δεν το ξανασυζήτησες. Πάντα, όμως, με τον τρόπο σου ήθελες να τρέχεις τις καταστάσεις. Και τώρα κάτι μέσα μου μου λέει να σταματήσω εδώ. Αυτή τη φορά λέω να το ακούσω αυτό το κάτι.»
Η αμέσως επόμενη ερώτησή του την έκανε να γελάσει, λες και την περίμενε. «Όχι, δεν υπάρχει άλλος. Υπάρχω όμως εγώ. Και θέλω να ζήσω τη ζωή μου με το ρυθμό που θέλω εγώ. Κι εσύ δεν είσαι υποχρεωμένος να περιμένεις πότε θα αλλάξει αυτός ο ρυθμός μου. Είναι το πιο τίμιο πράγμα που μπορώ να σου πω και να κάνω.»
Τα πόδια του ήταν λες κι είχαν βγάλει ρίζες όταν την είδε να σηκώνεται ήσυχα από το κάθισμά της. Μπόρεσε μόνο να πιάσει τον καρπό της. Γύρισε και τον κοίταξε. Αυτό το βλέμμα του χαμένου κουταβιού. Πόσο το είχε αγαπήσει, αλλά και πόσο του είχε επιτρέψει να την κάνει να υποχωρεί.
«Δε θα περάσω να πάρω ό,τι άφησα σπίτι σου. Εφόσον κλείνει το κεφάλαιο, δεν υπάρχει λόγος να μπούμε κι οι δύο σ’ αυτήν τη διαδικασία.» Το τελευταίο που είδε ήταν να περπατά αργά και με το κεφάλι σκυφτό προς την παραλία. Πάντα εκεί πήγαινε όταν ήθελε να μείνει μόνη. Πόσες φορές την είχε πάρει τηλέφωνο και του είχε απαντήσει πως βρισκόταν στην παραλία, ακόμη και με ψιλόβροχο. Συχνά ένιωθε πως η παραλία χαιρόταν τη συντροφιά της πιο πολύ απ’ όσο Εκείνος.
Μόνο που πλέον αυτός την έχασε.
Δύο μήνες μετά…
… κι όμως το χέρι του πάντα χάιδευε τη μεριά όπου ξάπλωνε Εκείνη. Η ψυχρή επιφάνεια, όμως, του θύμιζε πως εκείνη η συνάντηση δεν ήταν όνειρο. Κάθε πρωί ξυπνούσε ελπίζοντας πως το υποσυνείδητό του του παίζει παιχνίδια.
Το πρώτο πρωινό μετά από εκείνο το απόγευμα ξύπνησε νομίζοντας πως τα φαντάστηκε όλα αυτά. Μέχρι που είδε το μπλουζάκι που φορούσε Εκείνη όταν είχε κοιμηθεί εκεί. Μόνο τότε θυμήθηκε τι είχε ειπωθεί. Μέχρι τότε όλα ήταν θολά στο μυαλό του. Έφταιγε κι εκείνο το κρασί που είχε φυλάξει για να της κάνει το τραπέζι…
Δύο μήνες κι όμως, ανά τακτά διαστήματα έψαχνε αφορμές για να της μιλήσει. Είτε στο τηλέφωνο, είτε μ’ ένα μήνυμα στο κινητό. Πότε να δει απλά αν είναι καλά, πότε για να της θυμίσει πως ξέχασε ένα βιβλίο της. Πάντα ευγενικά η ίδια απάντηση, ακόμη κι αν ερχόταν σε κάθε είδους παραλλαγές:
«Είμαι καλά, μην ανησυχείς. Προχώρα.»
Δύο μήνες άντεξε μέχρι να της πει πως πρέπει να βρεθούν οπωσδήποτε. Και δύο βδομάδες μέχρι να την πείσει.
Τον περίμενε σ ‘ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο σ’ ένα γραφικό καφέ στη Σβώλου. Πάλι εκείνο το τετράδιο. Έγραφε, έγραφε. Πριν λίγο καιρό πάντα του έδειχνε τι σκάρωνε στις γραμμές του τετραδίου, με την προσμονή και την αδημονία στο πρόσωπό της να της πει αν του άρεσε. Πάντα του άρεσε ό,τι Εκείνη έγραφε. Άραγε θα ξαναδεί εκείνο το χαμόγελο ανυπομονησίας; Τα μάτια της να λάμπουν ενώ τον ρωτούσε «άντε! Πολύ αργά διαβάζεις! Θα μου πεις; Πώς σου φαίνεται;».
Μπήκε στο καφέ και πλησίασε το τραπέζι. Νιώθοντας το βλέμμα του πάνω της, σήκωσε το κεφάλι. Ένα αχνό χαμόγελο κι ένα απαλό «καλώς τον». Πού ήταν εκείνες οι μέρες που του έδινε ένα απαλό φιλί; Κάθισε απέναντί της. Προσπάθησε να της πιάσει το χέρι, αλλά εκείνη ευγενικά πιάνοντας το τετράδιο και το στυλό της το μάζεψε. Απόσταση. Ήταν τόσο κοντά της μετά από δύο μήνες σιωπής κι όμως, εκείνη ήταν πολύ πιο μακριά. Κι ένιωθε να κρυώνει, παρά το γεγονός πως το μαγαζί ήταν ερμητικά κλειστό κι ο χώρος όμορφα ζεστός.
«Σ’ ευχαριστώ που ήρθες.»
«Νομίζω πως ήρθε ο καιρός να κάνουμε μία μεγάλη κουβέντα», του απάντησε γλυκά μεν, θέτοντας τις κόκκινες γραμμές δε.
«Σε παρακαλώ, πες μου. Γιατί έγινε ό,τι έγινε; Τι άλλαξε;»
«Θυμάσαι που κάποτε λέγαμε πως ήμασταν φίλοι;»
«Πού είναι το κακό με…;»
«Άφησέ με να τελειώσω. Εκείνη την περίοδο ήσουν σε ευάλωτη φάση μετά το χωρισμό σου. Εγώ πάλι ήμουν καιρό μόνη και το διασκέδαζα, ομολογώ! Κάποια στιγμή μου είπες “είμαι μόνος, είσαι μόνη. Τι λες; Δοκιμάζουμε;”. Νομίζοντας πως αυτό ήθελα, είπα το ναι. Κι ήμουν χαρούμενη, τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μόνο που σύντομα ένιωσα πως απλά ήμουν ένα σκηνικό που χρειαζόταν η ρουτίνα σου. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως κάνω λάθος. Μόνο που τελικά, δεν έκανα. Γιατί αν έκανα, δε θα σου έλεγα εκείνο το απόγευμα “τέλος”.»
«Μα τι είναι αυτά που λες; Σ’ αγαπώ. Θέλω να είμαι μαζί σου.»
«Γιατί;»
«Τι ανοησίες ρωτάς;»
«Γιατί θέλεις να είσαι μαζί μου;»
«Γιατί μου αρέσει να έχω έναν άνθρωπο να ξυπνάω με χαμόγελο το πρωί. Γιατί μου άρεσε η συντροφιά σου. Γιατί νιώθω πως σε χρειάζομαι. Μη με ξαναφήνεις, σε παρακαλώ. Δε θέλω να είμαι μόνος.»
«Γι’ αυτό έφυγα».
«Τι λες τώρα;»
«Είπες πως μ’ αγαπάς γιατί με χρειάζεσαι. Γιατί δε θες να είσαι μόνος. Με αγαπάς για όλους τους λάθος λόγους
» Ξέρεις, κι εγώ σ’ αγάπησα. Για το λάθος λόγο κι εγώ, είναι αλήθεια. Είχαμε γίνει ο ένας το δεκανίκι του άλλου. Κατάλαβα πως θέλω αυτός που θα ξυπνάω δίπλα του κάθε πρωί να με χρειάζεται επειδή μ’ αγαπάει. Γιατί θέλει να βλέπει το πρόσωπό μου μόλις ανοίγει τα μάτια του και τίποτα άλλο. Το ίδιο κι εγώ. Κι όχι γιατί απλά ήθελε να νιώθει γεμάτο το κρεβάτι ή να βγάζει μία δεύτερη κούπα για καφέ. Ίσως αν μου έλεγες πως με χρειάζεσαι για έναν έστω λόγο από αυτά που σου είπα, τα πράγματα να ήταν αλλιώς. Δεν το είπες, όμως. Γι’ αυτό κι έφυγα. Για ένα και μόνο λόγο. Το σωστό λόγο.
“Προχώρα τη ζωή σου. Ελπίζω να με θυμάσαι με αγάπη, όπως θα κάνω κι εγώ.»
Ενώ σηκωνόταν του έδωσε ένα τελευταίο φιλί. Ίσως να ήταν η ευχή της να δει κι Εκείνος αυτό που είχε δει αυτή δύο μήνες πριν.