Το θέατρο έγινε το μέσο που της επιτρέπει να δημιουργήσει κόσμους πέρα από τα όρια και να τα μοιραστεί με το κοινό. Οι παραστάσεις του “Θεάτρου του Άλλοτε” είναι διάσημες για την ικανότητά τους να αφυπνίζουν στους θεατές της Θεσσαλονίκης τις πιο μύχιες και (ενίοτε) σκοτεινές αισθήσεις τους. Άλλωστε, έτσι πρέπει να γίνεται στο δράμα: να το βιώνεις. Με αφορμή την επερχόμενη παράσταση της “Φόνισσας” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μιλήσαμε με τη Βαρβάρα Δουμανίδου, σκηνοθέτιδα και πρωταγωνίστρια του έργου, για το έργο αλλά κυρίως για το τι πρέπει να προκαλεί ένα θεατρικό έργο στο θεατή.
Α.Α.: Πώς μπήκε το θέατρο στη ζωή σου – ή μάλλον πώς αυτό έγινε η ζωή σου;
Β. Δ.: Ποτέ δεν ονειρεύτηκα να γίνω ηθοποιός. Πόσο μάλλον σκηνοθέτις. Το 1995 και ούσα 21 ετών αποφάσισα να φτιάξω λίγο τη φωνή μου, τη στάση του σώματος μου, να μάθω να μιλάω λίγο πιο αργά, αλλά κυρίως να βρω ένα μέρος να ησυχάσω το ανήσυχο πνεύμα μου. Είχα δοκιμάσει τη φωτογραφία, τη ζωγραφική, το χορό αλλά τίποτα δεν με ικανοποιούσε. Είχα μια φαντασία που έσκαγε μέσα στο κεφάλι μου και έφτιαχνε εικόνες και κόσμους που δεν χωρούσαν πουθενά. Τότε ήρθε το θέατρο. Εκεί βρήκα ένα ελεύθερο πεδίο όπου μπορούσα να χτίσω και να δημιουργήσω ό,τι ήθελα. Ήμουν και είμαι ακόμη νιώθω, στο σωστό μέρος. Φτιάχνω τόπους και κόσμους μόνο από τη φαντασία μου και αυτό είναι ευλογία.
Α.Α.: Ποιες θεωρείς πως είναι οι θεατρικές “ανάγκες” που “γέννησαν” το Θέατρο του Άλλοτε;
Β. Δ.: Το Θέατρο του ‘Αλλοτε ξεκίνησε από τη δική μου ανάγκη ως θεατή να δω ένα διαφορετικό θέατρο. Πρώτη που πίστεψε σε αυτή την ιδέα ήταν η Μαρία Ράπτη κι έτσι ιδρύθηκε η ομάδα και στη συνέχεια έγραψε τα περισσότερα έργα μας. Η αλήθεια είναι πως πάντα είχα μια απέχθεια στα μουσειακά θεατρικά πράγματα και αυτός ήταν και ο λόγος που δεν έδωσα ποτέ εξετάσεις στο Κρατικό θέατρο. Τότε σε αντίθεση με τώρα, υπήρχε ένας αραχνοϋφαντος ιστός που σκέπαζε κάθε εναλλακτική προσέγγιση. Για πρώτη φορά λοιπόν το 2012 δημιουργήσαμε την παράσταση “Φόβος” (βασίζεται σε τέσσερα γυναικεία πορτραίτα του ‘Εντγκαρ ‘Αλλαν Πόε) και το κοινό της Θεσσαλονίκης είδε και ένιωσε για πρώτη φορά τι σημαίνει “βρίσκομαι στην καρδιά του δράματος”. Για πρώτη φορά μύρισε, ένιωσε, άγγιξε, την πραγματική υφή του θεάτρου. Σηκώθηκε από τις ασφαλείς θέσεις της πλατείας και ξύπνησε τις κοιμισμένες του αισθήσεις.
Α.Α.: Η “Φόνισσα” σίγουρα παρέχει πρόσφορο έδαφος για ερμηνείες ως έργο αλλά κι ως χαρακτήρας. Ποιο, όμως, είναι για σένα εκείνο το μοναδικό χαρακτηριστικό της που σε ώθησε να την εξερευνήσεις σκηνοθετικά αλλά και μέσω του ρόλου;
Β. Δ.: Ο Παπαδιαμάντης είναι μια αποκάλυψη για όσους διαβάσουν έστω κι ένα του διήγημα. Και είναι πραγματικά κρίμα που τον γνωρίζουμε σε μια ηλικία που δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την συγγραφική του ιδιοφυία. Η “Φόνισσα” πράγματι είναι ένα αριστούργημα που περιμένει να το ανακαλύψεις. Όταν το πρωτοδιάβασα (μετά, φυσικά, από το σχολείο), έμεινα εμβρόντητη από την ιστορία αρχικά, κι έπειτα από το κέντημα των χαρακτήρων που με τόση λεπτομέρεια ψυχογραφεί. Η υπόθεση, λοιπόν, του έργου αυτού με γοητεύει τόσο πολύ που σχεδόν με συνεπαίρνει. Δεν είναι μόνο ο φόνος των μικρών κοριτσιών που διαπράττει με τόση ψυχραιμία αλλά ο λόγος που το επιχειρεί. Η ανάγκη που τη σπρώχνει να πνίξει με τα ίδια της τα χέρια πρώτα την εγγονή της κι έπειτα όποιο κορίτσι πέφτει στα χέρια της. Το ψυχογράφημα αυτό που με τόση μαεστρία πλέκει ο Παπαδιαμάντης είναι ένα συναρπαστικό εργαλείο για έναν σκηνοθέτη. Προσωπικά βυθίστηκα στο έργο αυτό με τον φόβο ενός ανθρώπου που βαδίζει στο σκοτάδι. Γιατί η ψυχή της Φόνισσας είναι τόσο σκοτεινή όσο τα πηγάδια που κυριαρχούν στην πλοκή του έργου. Σκοτεινή, αλλά αδιανόητα συναρπαστική.
Α.Α.: Η εποχή που ο Παπαδιαμάντης έγραψε τη “Φόνισσα” απέχει αρκετά από τη σημερινή… ή μήπως όχι;
Β. Δ.: Έχω την αίσθηση πως δεν υπάρχουν εποχές για τα ένστικτα των ανθρώπων. Κάθε σημείο στην χρονική γραμμή του κόσμου έχει ψυχές βασανισμένες, ψυχές που θα ήθελαν να πεθάνουν αντί να βασανίζονται στη ζωή αυτή. Η Φόνισσα είναι μια τέτοια γυναίκα. Μισεί το φύλο της, τη γυναικεία της φύση. Ξέρει πως το να γεννηθεί γυναίκα θα την κάνει να υποφέρει μέχρι να πεθάνει. Και δεν θέλει να υποφέρουν και τα κορίτσια που συναντά στο δρόμο της. Επιλέγει να αψηφήσει τους νόμους και την ηθική, αλλά κυρίως επιλέγει να αψηφήσει την ίδια της την πίστη στο Θεό. Απλώνει το χέρι και πιστεύει πως γλυτώνει τα μικρά κορίτσια και τους γονείς τους από την κατάρα του φύλου της. Νομίζω πως μια ματιά στις ειδήσεις της εποχής μας θα μας κάνει να καταλάβουμε πως υπάρχουν περισσότερες Φόνισσες από ότι χωράει η λογική μας.
Α.Α.: Υπάρχει κάποιο έργο ή κάποιος ρόλος με τα οποία νιώθεις πως ταυτίζεσαι απόλυτα – ή έστω με τα οποία θα μπορούσες να ταυτιστείς;
Β. Δ.: Σίγουρα δεν θα μπορούσα να ταυτιστώ με τη Φόνισσα. Αλλά την καταλαβαίνω. Ξέρετε, ένας σκηνοθέτης, ένας ηθοποιός μόνο αν καταλάβει πλήρως το δράμα στο οποίο ζει ο ρόλος που υποδύεται ή σκηνοθετεί θα μπορέσει να το αποδώσει σωστά. Και η Φόνισσα για να αποδοθεί σωστά πρέπει να τη νιώσουμε, να αφουγκραστούμε το δράμα και την απόγνωση της, να μυρίσουμε το φόβο της για όσα την περιμένουν, να φωτίσουμε κάθε σκοτεινή γωνιά της μαύρης ψυχής της. Να δικαιολογήσουμε ένα από τα πιο φριχτά εγκλήματα. Τον φόνο μικρών παιδιών. Αφόρητα δύσκολο, αλλά αναγκαίο.
Α.Α.: Τι να περιμένει το κοινό της Θεσσαλονίκης από τη δική σου “Φόνισσα”;
Β. Δ.: Το κοινό όταν ακούει Θέατρο του ‘Αλλοτε γνωρίζει πλέον πως δεν θα βγει χαρούμενος και καλοδιάθετος από μια παράσταση μας. Σκοπός μας πάντα είναι η αφύπνιση και των πιο κρυμμένων συναισθημάτων τους. Να νιώσει την εποχή, μια εποχή όπου όλα ήταν διαφορετικά, δύσκολα, απάνθρωπα. Να νιώσει την αγωνία, το φόβο, την απόγνωση μιας οικογένειας τη στιγμή που γεννιέται το παιδί τους και για κακή τους τύχη είναι κορίτσι. Αλλά το πιο τρομακτικό πράγμα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν οι θεατές μας είναι ότι θα δουν στο πρόσωπο της Φόνισσας το δικό τους πρόσωπο.
Για πληροφορίες αναφορικά με τις ημερομηνίες της παράστασης και τη διάθεση των εισιτηρίων μπορείτε να πατήσετε εδώ.
*Οι φωτογραφίες προέρχονται από την καμπάνια προώθησης της παράστασης.