Ντίβα της Όπερας. Αποθεώθηκε από τα πλήθη, λατρεύτηκε από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες και παραγωγούς, αλλά και από ισχυρούς άνδρες. Αγαπήθηκε και αγάπησε δυνατά, προδόθηκε και πληγώθηκε ανεπανόρθωτα.
Η οικογένεια και οι σπουδές
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 ένα χαρισματικό κορίτσι γεννιέται στη Νέα Υόρκη από Έλληνες γονείς. Το πραγματικό της όνομα είναι Άννα Μαρία Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς η μητέρα της, Ευαγγελία Δημητριάδη και ο πατέρας της, Γιώργος Καλογερόπουλος, είχαν μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. από την Αθήνα. Εκεί στο εξωτερικό, ο πατέρας της ανοίγει ένα φαρμακείο και το 1929 αποφασίζει να αλλάξει το ελληνικό οικογενειακό τους επώνυμο από Καλογερόπουλος σε Callas.
Η Μαρία σύντομα θα ξεκινήσει τα πρώτα της βήματα στον χώρο της μουσικής, όπου έμελε να αφήσει εποχή. Η αρχή γίνεται με μαθήματα πιάνου, που έκανε μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της, Υακίνθη. Μόλις στα 11 της χρόνια λαμβάνει το πρώτο βραβείο ως «σολίστ» σε διαγωνισμό παιδικών φωνών που είχε διοργανώσει ο ραδιοφωνικός σταθμός της Νέας Υόρκης, W.O.R. Στο πιάνο θα μελετήσει και όλους τους ρόλους, που θα παίξει σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της.
Το 1937, οι γονείς της παίρνουν διαζύγιο. Η Μαρία μένει με την μητέρα της και την ακολουθεί πίσω στην Αθήνα, όπου ήδη βρισκόταν η αδελφή της. Πολύ μικρότερη από το ηλικιακό όριο εισαγωγής, καταφέρνει να κάνει την εγγραφή της στο Εθνικό Ωδείο του Καλομοίρη. Έναν χρόνο αργότερα θα βρεθεί στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (Elvira de Hidalgo). Αυτή θα μείνει στην ιστορία ως η πιο γνωστή δασκάλα της Κάλλας.
Η πρώτη επίσημη εμφάνιση στη σκηνή έρχεται στις 2 Απριλίου του 1939, με τον ρόλο της Σαντούζα σε μαθητική παράσταση της Καβαλερία Ρουστικάνα. Το 1940 και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια συνεργάζεται με τη Λυρική Σκηνή, τραγουδώντας Τosca, Tiefland, Cavalleria Rusticana, Fidelio και Der Bettelstudent, κ.α.
Τα πρώτα βήματα, εκείνες οι πρώτες της εμφανίσεις θα χρωματιστούν με ποικίλα συναισθήματα. Την χαρά της αρχής μιας καριέρας και την θλίψη του πολέμου.
Η Ελλάδα απελευθερώνεται από τις δυνάμεις κατοχής και η Κάλλας αποφασίζει να πάει ξανά στις Η.Π.Α. Τον Αύγουστο του 1945 δίνει μια αποχαιρετιστήρια παράσταση στην Αθήνα, το πρώτο της προσωπικό κονσέρτο, που στόχο είχε να της εξασφαλίσει τα εισιτήριά για το υπερατλαντικό της ταξίδι. Το Σεπτέμβριο βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, ξαναγίνεται Callas και περνά από οντισιόν στη Metropolitan Opera, χωρίς, όμως, να εξασφαλίσει συμβόλαιο. Όλες οι προσπάθειες ανεύρεσης εργασίας είναι άκαρπες, αλλά παράλληλα εκμεταλλεύεται τον χρόνο μελετώντας συστηματικά για να τελειοποιήσει την τεχνική της.
Το 1947 έρχονται δύο προτάσεις. Η μια από τον Τζοβάννι Τζενατέλλο, καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Όπερας της Βερόνας, στις ΗΠΑ. Της προτείνει συμβόλαιο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη «Τζοκόντα». Εκείνη δέχεται. Η δεύτερη θα είναι από τον Έντουαρντ Τζόνσον με την προσφορά δύο ρόλων στα έργα «Φιντέλιο» του Μπετόβεν και «Μανταμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι. Η Κάλλας απορρίπτει τους ρόλους, επειδή, από τη μια, δεν θέλει να τραγουδήσει το «Φιντέλιο» στα αγγλικά, ενώ από την άλλη αισθάνεται πολύ εύσωμη τότε για να ερμηνεύσει την αιθέρια «Μπάτερφλάι».
Η γνωριμία με τον σύζυγό της και η επιτυχία
Η «Τζοκόντα» ανεβαίνει στις 3 Αυγούστου του 1947 στην Αρένα της Βερόνα υπό τη διεύθυνση του Τούλιο Σεραφίν, που θα είναι ο δεύτερος Πυγμαλίων της μετά την καλή της δασκάλα Ελβίρα. Την ίδια χρονιά, στο έργο «Τριστάνος και Ιζόλδη», θα ερμηνεύσει τον επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο της Ιζόλδης στη Βενετία. Οι προτάσεις για εμφανίσεις στην Ιταλία πέφτουν βροχή. Υποδύεται ρόλους- διαμάντια που θα μείνουν στην ιστορία.
Κάπου εκεί με την άφιξή της στη Βερόνα, έγινε και η γνωριμία της με τον εύπορο Ιταλό βιομήχανο και λάτρη της μουσικής, Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι. Εκείνος έδειξε αμέσως τον ενδιαφέρον του, φλερτάροντάς την. Παντρεύονται στις 21 Απριλίου του 1949. Ο Μενεγκίνι εκτός από σύζυγος είναι πλέον και ο μάνατζερ της, δύο ρόλους που θα κρατήσει για 10 χρόνια. Με την αγάπη και την υποστήριξή του στο πρόσωπο της Κάλλας θα συμβάλει καθοριστικά στην προώθηση της καριέρας της και στην αναγνώρισή της ως καλλιτέχνιδα σε Ιταλία και εξωτερικό.
Στην ακμή της καριέρας της μετονομάστηκε σε Μαρία Μενεγκίνι Κάλλας. Ο Μενεγκίνι προχώρησε σε αλλαγές επάνω στο προφίλ της Κάλλας, ώστε να τονώσει ακόμα περισσότερο την ήδη ανοδική της πορεία. Την υπέβαλλε σε δίαιτα με σκοπό να αποκτήσει καλύτερη εικόνα και ασχολήθηκε αποκλειστικά με όλα τα έξοδα και την οικονομική κάλυψη των δραστηριοτήτων της. Τον ίδιο χρόνο η Κάλλας κάνει καλλιτεχνικές εμφανίσεις στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό. Στις 20 Δεκεμβρίου ηχογραφείται για πρώτη φορά «ζωντανά» ολόκληρη παράστασή της στο Teatro San Carlo της Νάπολης.
Σε ένα χρόνο περίπου ανοίγει με εξαιρετική επιτυχία τη σεζόν στο θρυλικό Teatro alla Scala di Milano. Για τα επόμενα επτά χρόνια, η Scala θα αποτελέσει τη σκηνή των μεγαλύτερων θριάμβων της σε μια μεγάλη σειρά ρόλων.
Το 1952 υπογράφει συμβόλαιο με την ΕΜΙ και τον επόμενο χρόνο κάνει την πρώτη της εγγραφή στη Φλωρεντία. Ακολουθούν χρονιές με πολλή δουλειά και ταξίδια. Νέα Υόρκη, Αθήνα, Λονδίνο, Σικάγο. Το 1954 η εικόνα της έχει αλλάξει κατά πολύ. Μέσα σε λίγους μήνες έχει χάσει 30 κιλά, προσθέτοντας στην εικόνα της ταλαντούχας σοπράνο, την γοητεία και την κομψότητα. Η ριζική αυτή αλλαγή δεν θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο.
Τον Δεκέμβριο του 1956 ανοίγει τη σεζόν στη Scala. Την σκηνοθετεί ο μεγάλος Luchino Visconti, που είναι η τρίτη προσωπικότητα που σφράγισε την καλλιτεχνική της πορεία.
Η γνωριμία-σταθμός με τον Ωνάση
Το 1957 είναι το έτος σταθμός, όχι για την καριέρα της, αλλά για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της. Σε ένα πάρτι στη Βενετία, η Αμερικανίδα κοσμικογράφος και διοργανώτρια δεξιώσεων Έλσα Μάξγουελ συστήνει το ζεύγος Μενεγκίνι στον Έλληνα εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση.
Εκείνη, παντρεμένη ακόμα, ερωτεύεται τον Ωνάση και ξεκινά μια παράλληλη σχέση μαζί του. Η σχέση τους πήρε τεράστια δημοσιότητα στον διεθνή και εγχώριο τύπο, κάτι που οδήγησε την Κάλλας να αφήσει τον σύζυγό της, τον Νοέμβριο του 1959. Μεταξύ 1960 και 1962 η Κάλλας ζει την απόλυτη ευτυχία δίπλα στον Ωνάση. Ανακαλύπτει την κοσμική ζωή και μειώνει τις εμφανίσεις της στη σκηνή. Παρουσιάζεται σε λίγα μόνο κονσέρτα και σε ελάχιστες παραστάσεις. Ανάμεσά τους και δύο στην Ελλάδα, πατρίδα δική της αλλά και του αγαπημένου της. Το 1963, σε μια συζήτηση που είχε μαζί της ο Φράνκο Τζεφιρέλι, σχετικά με τις αλλαγές της ζωής της, τη ρώτησε, γιατί είχε σταματήσει να εξασκεί τη φωνή της και εκείνη του απάντησε αφοπλιστικά: «γιατί προσπαθώ να ολοκληρώσω τη ζωή μου ως γυναίκα».
Το 1966 ακυρώνει την αμερικανική της υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύνεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι. Τώρα ελπίζει πως ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν. Αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Στις 8 Ιουλίου του 1968 η σχέση τους λαμβάνει τέλος, όταν ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κένεντυ, Τζάκι. Παρόλα αυτά, η προσωπική γραμματέας της οικογένειας Ωνάση, έχει γράψει στα απομνημονεύματά της, ότι ακόμα και όταν ο Ωνάσης ήταν μαζί με την Τζάκι, συναντιόταν πολύ συχνά με την Μαρία στο Παρίσι, όπου ήταν ξανά μαζί, αλλά αυτή τη φορά μυστικά και κάπως «παράνομα». Ο γάμος του Αριστοτέλη με την Τζάκι, όμως, «σκότωσε» την Μαρία. Από τότε η κορυφαία υψίφωνος βυθίζεται σε κατάθλιψη, που δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει εντελώς.
Τα σενάρια για την απόκτηση παιδιού
Σύμφωνα με έναν από τους πολλούς βιογράφους της, η Κάλλας και ο Ωνάσης απέκτησαν ένα παιδί. Ένα αγόρι, καρπός του έρωτά τους, που δεν κατάφερε να ζήσει παρά μόνο για λίγες ώρες μετά τη γέννησή του, στις 30 Μαρτίου του 1960.
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Μενεγκίνι, στο βιβλίο του για τη σύζυγό του αναφέρει κατηγορηματικά ότι η Μαρία δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Ακόμη, άλλες πηγές ισχυρίζονται ότι η Κάλλας είχε τουλάχιστον κάνει μια έκτρωση, κατά τη διάρκεια της σχέσης της με τον Ωνάση.
Όλα αυτά τα χρόνια, εκτός από τον έρωτα, η ίδια έζησε και μετέφερε στο κοινό αξεπέραστες ερμηνείες. Εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Covent Garden, στην Όπερα των Παρισίων, με «Νόρμα», «Μήδεια», «Τόσκα». Το 1958 είναι μια χρονιά έντονη, με την Κάλλας να προκαλεί σκάνδαλο στη Ρώμη όταν, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, διακόπτει την παράσταση της «Norma» και αποχωρεί από τη σκηνή. Επικαλείται ασθένεια, αλλά η κριτική από τα μέσα ενημέρωσης είναι δριμεία. Την ίδια χρονιά, στη διάρκεια της παράστασης, στη Scala, διαπληκτίζεται με τον γενικό διευθυντή Antonio Ghiringhelli και δηλώνει ότι δεν θα ξαναεμφανιστεί όσο εκείνος παραμένει στη θέση του.
Στις 29 Μαίου του 1965, αρκετά κουρασμένη, τελειώνοντας την πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης της «Norma στο Παρίσι», λιποθυμά. Η «Τόσκα» σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι είναι η τελευταία της εμφάνιση σε παράσταση όπερας, στις 5 Ιουλίου του 1965. Το 1969 εμφανίζεται για πρώτη φορά ως κινηματογραφική ηθοποιός, ενσαρκώνοντας τη Μήδεια στην ομώνυμη ταινία του Παζολίνι.
Τα έτη 1971-72 δίνει μια σειρά διαλέξεων στο Juilliard School of Music της Νέας Υόρκης. Επανασυνδέεται, επίσης, με τον παλαιό συνάδελφό της, τενόρο Giuseppe di Stefano, ο οποίος την πείθει να πραγματοποιήσουν μια μεγάλη διεθνή περιοδεία για να αντιμετωπίσει τις δαπάνες για τη θεραπεία της κόρης του, το 1973. Η περιοδεία αυτή γίνεται ο προσωπικός της θρίαμβος, αλλά και η μεγάλη καλλιτεχνική της αποτυχία. Αδύναμη τόσο σκηνικά όσο και φωνητικά, αντικατοπτρίζει το προσωπικό της δράμα. Την επόμενη χρονιά, δίνει το τελευταίο κονσέρτο, στο Σαπόρο της Ιαπωνίας. Αυτή είναι και η τελευταία παράσταση της Κάλλας. Η σχέση με τον Di Stefano τελειώνει εδώ.
Η απώλεια του Ωνάση και η απομόνωση
Το 1975 θα δοκιμαστεί η ήδη βεβαρημένη της ψυχολογία. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο άντρας που την αγάπησε δυνατά και την πρόδωσε ανεπανόρθωτα, πεθαίνει μετά από επέμβαση στη χοληδόχο κύστη. Η Κάλλας απομονώνεται οριστικά στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Η ίδια έμοιαζε να έχει ξεχάσει όλες τις επιτυχίες, τις στιγμές ευτυχίας ή αποθέωσης. Ένιωθε ευάλωτη, ανασφαλής και φοβισμένη, χωρίς ελπίδα για το μέλλον. Άφησε τον εαυτό της να εθισθεί στη χρήση διαφόρων φαρμάκων, τα οποία λέγεται πως πιθανόν συνέβαλαν στον ξαφνικό της θάνατο.
Εκεί στο διαμέρισμά της, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, η απόλυτη ντίβα της όπερας στα 54 μόλις, θα αφήσει την τελευταία της πνοή. Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1979, πραγματοποιείται η επιθυμία της και η τέφρα της (η οποία είχε κλαπεί και στη συνέχεια βρέθηκε) σκορπίζεται στα νερά του Αιγαίου.
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι έγραφε γι’ αυτή: «Α, ένα τρομερό δέος. Η ευφορία εκρήγνυται πάνω σε εκείνα τα τζάμια στο σκοτάδι. Αλλά μια τέτοια ευφορία που σε κάνει να τραγουδάς με τη φωνή σου είναι μια επιστροφή από το θάνατο. Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν, ένα άνοιγμα στο σύμπαν, και συ τραγουδάς από εκεί».
Ο Φράνκο Τζεφιρέλι είπε πολύ εύστοχα: «Η Κάλλας ήταν η πρώτη -και τελευταία μέχρι στιγμής- σοπράνο που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης της, και καθιερώθηκε ως η πριμαντόνα σταρ που έφερε την όπερα κοντά στην αντίληψη των μαζών».
Η ίδια η Μαρία Κάλλας εκμυστηρεύεται στην τελευταία της συνέντευξη: «Είναι πολύ παράξενο συναίσθημα να είμαι ζωντανός μύθος, ενώ βρίσκομαι ακόμη στη γη. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θαυμάζουν τη φωνή μου, αποφάσιζαν να με θεωρούν αθάνατη μετά το θάνατό μου. Αν γινόταν αυτό θα καθόμουν πάνω σε κάποιο σύννεφο, θα κοίταζα κάτω και θα απολάμβανα το θέαμα αντί να κάθομαι και να ανησυχώ αν θα καταφέρω να βγάλω τις ψηλές μου νότες».
Το κείμενο έχει βασιστεί σε άρθρο της Έλενας Αρώνη για το http://www.all4fun.gr