Θάτσερ, Ίντιρα Γκάντι, Ισαβέλλα Περόν, χήρα Μάο, Γκόλντα Μέιρ και άλλες γυναίκες πολιτικοί που κατέρριψαν το μύθο του “αρσενικού πολέμου, θηλυκής ειρήνης” κι απέδειξαν ότι οι γυναίκες μπορούν να σταθούν στο ύψος τους σε κάθε περίπτωση.
Ίντιρα Πριγιανταρσίνι Γκάντι – इंदिरा प्रियदर्शिनी गांधी (1917 – 1984)
«Δεξί χέρι» του πατέρα της και πρώτου πρωθυπουργού της Ινδίας Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, η Γκάντι (σύζυγος επίσης ενός πολιτικού, του Φερόζ Γκάντι) έμεινε στη ιστορία για πολλούς λόγους.
Η Γκάντι ξεκίνησε την πολιτική καριέρα της το 1959 ως προεδρεύουσα του Κόμματος του Κονγκρέσσου. Το 1964 διορίσθηκε από τον πρωθυπουργό Μπαχαντούρ Σάστρι υπουργός Πληροφοριών και Ραδιοφωνίας και μετά τον θάνατό του, το 1966, τον διαδέχθηκε στην αρχηγία του κόμματος και την πρωθυπουργία την οποία άσκησε σχεδόν 15 χρόνια (1966 – 1977 και 1980 – 1984).Η πολιτική της βασίσθηκε σε σοσιαλιστικές πρακτικές (π.χ. εθνικοποιήσεις) αλλά με αντικομμουνιστικές ιδέες ενώ η ίδια υπήρξε ηγετική μορφή του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Ωστόσο, στη διακυβέρνηση υπήρξε πραγματικό «γεράκι», κυβερνώντας ακόμη και έξω από τα όρια που προέβλεπε η «μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου», αφού ενίοτε προσέφευγε σε τυφλή βία ενώ ενέπλεξε και τη χώρα της σε ένα πόλεμο τον οποίο ασφαλώς θα καταδίκαζε ο «πατέρας» της ινδικής ανεξαρτησίας, συνεπώνυμός της Μαχάτμα Γκάντι. Χάρη όμως σ΄ αυτή την ιδιότητά της, μπόρεσε πιθανότατα και επικράτησε πολιτικά σε μια πατριαρχική κοινωνία.
Το 1975 το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η εκλογική νίκη της το 1971 ήταν προϊόν βίας και νοθείας και απαίτησε να παραιτηθεί από το βουλευτικό της αξίωμα. Η Γκάντι απάντησε με έκτακτα μέτρα, κηρύσσοντας την Ινδία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, φυλακίζοντας πολιτικούς της αντιπάλους, θέτοντας πολλά κόμματα εκτός νόμου και καταργώντας τοπικά κοινοβούλια.
Το 1984 ήταν για την διακυβέρνηση της Γκάντι μια χρονιά «αίματος». Διέταξε τη δολοφονία εκατοντάδων Σιχ που είχαν καταλάβει το Χρυσό Τέμενος στο Αμριτσάρ ζητώντας αυτονομία, χιλιάδες Σιχ συνελήφθησαν και βασανίσθηκαν ενώ ιεροί τους χώροι βεβηλώθηκαν. Έτσι, στις 31 Οκτωβρίου 1984 εκτελέσθηκε από τις σφαίρες των δύο Σιχ σωματοφυλάκων της.
Γκόλντα Μέιρ – גולדה מאיר (1898 – 1978)
Η ουκρανικής καταγωγής Γκόλντα Μάμποβιτς (Μέιρ) 4η πρωθυπουργός του Ισραήλ (1969 – 1974) και 3η στη σειρά γυναίκα πρωθυπουργός στον κόσμο, ανήκει επίσης στην ομάδα των «σκληρών» γυναικών πολιτικών. Όχι τόσο για τη διεξαγωγή ενός πολέμου που της επιβλήθηκε και ως εκ τούτου ήταν «αμυντικός» (Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ) όσο για τον τρόπο διακυβέρνησης, για το ποσοστό συνυπευθυνότητας για την προσφυγιά των Παλαιστινίων ή για τον «ύποπτο» ρόλο της στη σφαγή των τελευταίων από τον Χουσεϊν της Ιορδανίας («Μαύρος Σεπτέμβρης»). Έτσι, δεν ήταν καθόλου τυχαίο που ο Μπεν Γκουριόν την είχε αποκαλέσει ως «μοναδικό άντρα στην κυβέρνηση».
Όταν το 1946 οι βρετανοί φυλάκισαν τους ηγέτες της εβραϊκής κοινότητας στην Παλαιστίνη (όπου η Μέιρ είχε εγκατασταθεί ήδη από το 1921) ορίσθηκε επικεφαλής του τμήματος της Εβραϊκής Ομοσπονδίας στη θέση του Μοσέ Σαρέτ. Στη συνέχεια, συνέβαλε στη συγκέντρωση χρημάτων από τις ΗΠΑ, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ο αγώνας της ανεξαρτησίας.
Πριν την ανάληψη της πρωθυπουργίας, η εκ των συνιδρυτών του κράτους του Ισραήλ είχε διατελέσει πρέσβειρα στην ΕΣΣΔ καθώς και υπουργός Εργασίας και Εξωτερικών. Δύο γεγονότα σημάδεψαν την πρωθυπουργία της: Το πρώτο ήταν ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ στις 6.10.1973. Το δεύτερο ήταν η σφαγή του Μονάχου την περίοδο των ολυμπιακών αγώνων του 1972. Η αποτρόπαια δολοφονία ισραηλινών αθλητών όμως από τον «Μαύρο Σεπτέμβρη» ήταν αντίδραση στη βοήθεια που είχε λάβει ο Χουσεϊν της Ιορδανίας από τον Νίξον και από την Μέιρ για να καταστείλει τον Σεπτέμβριο 1970 εξέγερση Παλαιστινίων τους οποίους και η Μέιρ –ως συνιδρύτρια του Ισραήλ- είχε εκδιώξει από την Παλαιστίνη.
Η Τσιανγκ Τσινγκ ή «κυρία Μάο» (παντρεύτηκε τον ηγέτη της κινεζικής επανάστασης το 1938) ήταν η «πρώτη κυρία» της κομμουνιστικής Κίνας και έμεινε στην ιστορία για τη στάση της στην περίοδο της «Πολιτιστικής Επανάστασης» και τη συμμετοχή της στη ριζοσπαστικής «Συμμορία των Τεσσάρων».
Με τον Μάο γνωρίστηκαν πριν την επανάσταση, καθώς στα 23 της είχε παρατήσει την ηθοποιία και εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα. Μπλέχτηκε ενεργά με την πολιτική από τη δεκαετία του 1950. Το 1960 έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου και στη συνέχεια «νούμερο 2» της Πολιτιστικής Επανάστασης που είχε ξεκινήσει το 1966. Ίδρυσε τη συμμορία των τεσσάρων με τους Τσανγκ Τσουνκιάο, Γιάο Γουενγιουάν και Γουάνγκ Χονγκγουέν. Ο ρόλος της Τσινγκ στην Πολιτιστική Επανάσταση ήταν καίριος. Παρότι η ιδιότυπη αυτή επανάσταση εμφανίστηκε ως ένα κίνημα «από τα κάτω», εν τούτοις, κατευθύνθηκε εν πολλοίς από την κυρία Μάο, ενώ πολλοί αναλυτές καταλήγουν πλέον πως και αυτή με τη σειρά της χειραγωγείτο από τον ίδιο τον Μάο Τσε Τουνγκ.
Πράγματι, σήμερα πιστεύεται πως η Τσιανγκ Τσινγκ «χρησιμοποιήθηκε» από τον ίδιο τον Μάο παρασκηνιακά για να μην χρεωθεί αυτός, ο «μεγάλος τιμονιέρης» το κόστος του τεράστιου ρίσκου που αναλάμβανε η πολιτιστική επανάσταση.
Η «Πολιτιστική Επανάσταση» (1966 – 1976) ακολούθησε το σύνθημα «αφήστε 100 λουλούδια να ανθίσουν, 100 σχολές σκέψης να ανταγωνιστούν» του Μάο. Στρατιωτικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι και κομματικά στελέχη κατηγορήθηκαν ως αντεπαναστάτες. Φοιτητές, αγρότες, μαθητές και εργάτες πήραν την κατάσταση στα χέρια τους.
Η Τσινγκ συνελήφθη το 1976 (ένα μήνα μετά τον θάνατο του Μάο) από τον Χούα Γκουοφένγκ και κατηγορήθηκε ως αντεπαναστάτρια και για προετοιμασία πραξικοπήματος. Το 1981 -1992 δικάστηκε για εγκλήματα κατά πολιτών. Καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή η οποία μετατράπηκε σε ισόβια. Το 1991 αυτοκτόνησε σε ηλικία 77 ετών μέσα στο νοσοκομείο όπου είχε εισαχθεί για καρκίνο.
Μάργκαρετ Θάτσερ – Margaret Hilda Thatcher (1925-2013)
Η Margaret Thatcher προέρχεται από οικογένεια… Εργατικών!
Σπούδασε στο Όξφορντ χημικός και το 1951 παντρεύτηκε τον Denis Thatcher, έναν διαζευγμένο πλούσιο επιχειρηματία στου οποίου την οικονομική δύναμη χρωστά ως ένα σημείο και τη μετέπειτα πορεία της. Το 1959 εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων και τα 1965 ορίστηκε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος. Πολέμησε έντονα την πολιτική υψηλής φορολογίας των Εργατικών, θεωρώντας την… βήμα «προς τον κομμουνισμό».
Διετέλεσε «σκιώδης» υπουργός Μεταφορών και κατόπιν Παιδείας, πριν τις εκλογές του 1970. Μετά τη νίκη των Συντηρητικών 1970, η Θάτσερ έγινε υπουργός Παιδείας και Επιστήμης στην κυβέρνηση Έντουαρτ Χηθ.
Το 1975 εξελέγη Πρόεδρος του Συντηρητικού Κόμματος και το 1970 οι Συντηρητικοί κέρδισαν στις εκλογές πλειοψηφία 44 εδρών στο Κοινοβούλιο. Η Θάτσερ ακολούθησε σφικτή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια, προκειμένου να συγκρατήσει τον πληθωρισμό.. Το 1982, η Αργεντινή εισέβαλε στα νησιά Μαλβίνας τα οποία κατείχαν οι Άγγλοι από το 1830. Ξεκίνησε έτσι ο λεγόμενος «Πόλεμος των Φώκλαντ» όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ αντέδρασε σθεναρά, στέλνοντας επιτόπου ναυτική δύναμη για να ανακαταλάβει τα νησιά, επιχείρηση η οποία παρά τη μεγάλη απόσταση, στέφθηκε από επιτυχία.
Το 1983 επανεξελέγη με 42,4%, έναντι 27,6% των Εργατικών. Στη δεύτερη τετραετία της, η Θάτσερ θέλησε να μειώσει τη δύναμη των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων. Ακολούθησαν απεργίες, με σημαντικότερη την απεργία των ανθρακωρύχων, η οποία διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού η κυβέρνηση παρέμεινε ανυποχώρητη και τα περισσότερα ανθρακωρυχεία έκλεισαν με χιλιάδες εργαζόμενους να μένουν στην ανεργία. Η οικονομική της πολιτική σημαδεύτηκε από τη ριζική μείωση του κρατικού παρεμβατισμού, την απελευθέρωση των αγορών, την προώθηση της επιχειρηματικότητας και τις ιδιωτικοποιήσεις. Μετά την παραίτησή της, δημοσκόπηση έδειξε ότι το 52% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι «έκανε καλό στη χώρα»,
Dolores Ibárruri Gómez – La «Pasionaria»(1895 – 1989)
H Ντολόρες Ιμπαρούρι, ήταν ηγετική μορφή του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Ισπανία την περίοδο του Εμφυλίου. Μπήκε στο ΚΚ Ισπανίας το 1920 έχοντας από διετίας ήδη επιλέξει το ψευδώνυμο La Pasionaria (άνθος του πάθους). Υπήρξε αντιπρόσωπος της Ισπανίας στην Κομμουνιστική Διεθνή. Έμειναν διάσημες οι ρήσεις της «No pasaran| («Δεν θα περάσουν») για τους φασίστες και «καλύτερα να πεθάνεις όρθιος παρά γονατιστός»).Σήμερα θεωρείται ηρωίδα της αριστεράς, όμως για ορισμένους αριστερούς (π.χ. Τροτσκιστές) ο τίτλος της δεν θα έπρεπε να είναι «Πασιονάρια» αλλά… «Ασασινάρια» (δολοφόνος). Κι αυτό, λόγω των ενεργειών στις οποίες προχώρησαν οι σταλινικοί ομοϊδεάτες της σε διάφορες φάσεις πριν και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου: χτύπημα του τροτσικιστικού κινήματος, κλείσιμο της εφημερίδας του POUM, επιθέσεις στους αναρχικούς, δολοφονίες (π.χ. του Ανρές Νιν) βασανιστήρια (υπό την εποπτεία του «συντρόφου» Σαντιάγο Καρίγιο) καιμ άλλα που προφανώς παραμένουν θέματα «ταμπού», πλην ολίγων «εικονοκλαστών»… Μετά τον Εμφύλιο, η Ιμπαρούρι έζησε σε Κίνα, Ελβετία, Κούβα και Γιουγκοσλαβία, ενώ το 1964 βραβεύθηκε με το Λένιν Ειρήνης.Μετά τον θάνατο του Φράνκο επέστρεψε στην Ισπανία και πέθανε 94 ετών το 1989.
Ισαβέλλα Περόν – Marcia Estela Martinez Cargas, Isabel Peron (1931 –1952 )
Η Ισαβέλλα Περόν, πρώην χορεύτρια σε νάιτ κλαμπ, ήταν η τρίτη σύζυγος του προέδρου Χουάν Περόν και πρώτη γυναίκα αρχηγός κράτους στη αμερικανική ήπειρο.Μετά την επιστροφή του Περόν από την εξορία το 1973, έγινε αντιπρόεδρος και μετά τον θάνατό του το 1974, αντιπρόεδρος. Στη σύντομη περίοδο της παντοδυναμίας της, κυβερνούσε με βία και τρομοκρατία κατά των συνδικάτων και των προοδευτικών δυνάμεων της αργεντινής κοινωνίας, ενώ παταγώδης υπήρξε η πολιτική της στην οικονομία. Το σκηνικό αυτό σε συνδυασμό με την διαφθορά που κυριάρχησε αυτά τα 2 χρόνια, επιτάχυνε την επέμβαση των στρατιωτικών στις 24 Μαρτίου 1976, οι οποίοι ανέτρεψαν την Ισαβέλλα Περόν και εγκατέστησαν ένα από τα πλέον αιμοσταγή καθεστώτα στην ιστορία της λατινικής Αμερικής. Η Περόν βαρύνεται για τις ομάδες θανάτου κατά των συνδικαλιστών και για «εξαφανίσεις» δημοκρατικών πολιτών στη διάρκεια της προεδρίας της την οποία μοιραζόταν με… αστρολόγους και χαρτορίχτρες!
Μαντλήν Ωλμπράιτ – Maria Jana Korbelova, Μadeleine Korbel Albright(1937 -)
Η πρώτη γυναίκα υπουργός Εξωτερικών στις ΗΠΑ. Γεννήθηκε στην Πράγα από γονείς καθολικούς και πρώην Εβραίους (3 πρόγονοί της πέθαναν στο Ολοκαύτωμα). Μπήκε στην κυβέρνηση Κλίντον σε ηλικία 60 ετών. Επί προεδρίας Κάρτερ υπήρξε μέλος του προσωπικού του Λευκού Οίκου και του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας. Διετέλεσε ακόμη σύμβουλος επί εξωτερικών θεμάτων της υποψήφιας αντιπροέδρου το 1984 Φερράρο και του υποψήφιου προέδρου Ντουκάκις το 1988. Το 1993 ήταν πρέσβυς στον ΟΗΕ και βαρύνεται με την μη επέμβαση στη γενοκτονία στη Ρουάντα, ενώ από το 1997 ως υπουργός Εξωτερικών, βαρύνεται ακόμη και με τον βομβαρδισμό της Σερβίας.