Ξημερώματα καθημερινής στην κρύα πόλη. Το βράδυ παγωμένο όπως οι ζωές των πολιτών της. Σε ένα συνεχές pause πατημένο από ανθρώπους με μεγάλες τσέπες, αδηφάγους θεούς, καλοφορεμένους νταβαντζήδες που εκδίδουν πόρνες ιδέες, εμπόρους ανθρώπινης ψυχής.
Στη στάση του μεταμεσονύκτιου λεωφορείου μοναξιά. Ευτυχώς. Για λίγο τουλάχιστον θα έμεναν οι δυο τους. Αργότερα θα έπαιρναν θέση δίπλα τους στην αναμονή εκείνοι οι Πακιστανοί που δουλεύουν στο εστιατόριο λίγο πιο πάνω από το μπαράκι που δουλεύει αυτός. Ο Ναήμ θα έχει όπως πάντα όρεξη για ψιλοκουβέντα κι απόψε ο ίδιος δεν βρίσκει καμιά διάθεση για κοινωνικότητες με τον λεωφορειακό του φίλο. Ούτε με κανέναν άλλον στη θέση του. Απόψε αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι εκείνη… να ξαλαφρώσει πάνω της τις σκέψεις του. Να ηρεμήσει το μυαλό του από αυτό το γνώριμο ενοχλητικό τσίγκλισμα που ξύπνησε μαζί του το πρωί.
Έβγαλε τον καπνό από την τσέπη του, έστριψε ένα τσιγάρο, το άναψε και φόρεσε την κουκούλα του ξυλιάζοντας. Απέναντι μια παρέα κοριτσιών με κοντές φουστίτσες και ψιλοτάκουνα, ελαφρώς ζαλισμένες αλλά τόσο γενναίες απέναντι στο κρύο με τα λεπτά τους ρούχα, να περπατούν με χάρη πάνω στη στημένη τους σε βιτρίνα περηφάνια. Τους χαμογέλασε. Εκείνες όμως δεν τον πρόσεξαν. Όπως συνήθως δηλαδή… Τους χαμογέλασε και δεύτερη φορά ακριβώς για αυτό κι έπειτα γύρισε προς το μέρος εκείνης.
Την κοίταξε. Με τα μάτια ανοιχτά να θέλουν να την καταβροχθίσουν. Από έρωτα; Ή μήπως τελικά οργή; “Μένω – εμμένω – αναμένω”, σκέφτηκε και θύμωσε με τον εαυτό του γιατί το αγαπημένο του παιχνίδι με τις λέξεις τον μπέρδευε περισσότερο αυτή την στιγμή αντί να του ανανεώνει τον νου. Ξεφύσηξε.
Την κοίταξε ξανά.
“Απόψε εσύ σιωπάς και σου μιλάω εγώ… “
Έκατσε στο πεζούλι και συνέχισε.
“Σε κοιτάζω και θέλω να σε καταπιώ. Ολόκληρη. Μα έπειτα σκέφτομαι πως στο βλέμμα μοναχά δεν χωρά όλη η ουσία σου. Και τότε σε νοιώθω να γλιστράς μέσα στο στήθος μου. Μια παράξενη ζεστασιά ξεχύνεται στον θώρακα. Ανακούφιση ανάκατη με αγωνία. Περίεργο ε; Πόνος μαζί με ηδονή. Φόβος παρέα με ελπίδα. Όχι μην απαντάς. Άκου μόνο… Κάποτε ήταν τα άσχημα που αισθανόμουν μοναχά, είχα συνηθίσει την αίσθησή τους. Μα ήρθε η στιγμή που σαν χαμήλωσα λίγο τη βαβούρα, τότε άρχισα να ακούω και τα όμορφα να μου μιλούν. Ποια βαβούρα αναρωτιέσαι; Μα τούτης της σφηκοφωλιάς που συσκευάσαμε σε μορφή πόλης. Κατασκευασμένη από τσιμέντο και σκουπίδια. Και οχυρωμένη με μπόλικα αδιέξοδα. Τα πιο φριχτά είναι τα νοητικά. Είναι τελικά να απορεί κανείς… είναι τα μονοπάτια της ζωής τόσο δύσβατα ή εμείς χανόμαστε εύκολα; Αποπροσανατολισμένοι απ’ τις ταμπέλες να χάνουμε τον προορισμό μέσα από τα χέρια μας;”
Σηκώθηκε όρθιος κι έβαλε τα χέρια του στις τσέπες.
“Σε κοιτώ και δεν είμαι σίγουρος αν με καταλαβαίνεις ή τουλάχιστον αν ξέρεις περίπου για τι πράγμα μιλάω. Υπάρχουν φορές που δεν είμαι σίγουρος αν μιλάς εσύ κι εγώ ακούω ή αν τελικά μιλάω μόνο εγώ ενώ εσύ δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι λέω… Η αλήθεια είναι ότι και οι δύο σκέψεις με εξοργίζουν. Με τρομάζουν κιόλας. Μα επίσης συμβαίνει και οι δύο να μοιάζουν γοητευτικές. Παράλληλα καθησυχαστικές. Ναι-ναι, όλα αυτά μαζί σε μορφή χάους που το πίνεις σε σφηνάκι… Γεια μας λοιπόν!
Γοητεία… χμμμ… σίγουρα ξέρεις καλά τι σημαίνει αυτή η λέξη. Στέκεις αισθησιακή και ποζάρεις περήφανη στα βλέμματα. Δύσκολα να συναντήσεις πολλούς αδιάφορους. Κι αν υπάρχουν μερικοί, τότε τους προσπερνάς, γνωρίζοντας καλά πως κάπου, κάποτε, σε κάποια στιγμή θα σε προσέξουν. Κι εσύ τότε θα τους κλείσεις το μάτι. Σαγηνευτικά ή κοροϊδευτικά άραγε;
Κι έτσι γοητευμένος κι εγώ σε κοιτώ απόψε. Κι αυτή τη στιγμή σε αισθάνομαι δική μου. Πιστή στο δικό μου βλέμμα μοναχά. Αφοσιωμένη στην δική μου φωνή. Για λίγο. Μόνο για λίγο. Έστω λίγο…
Και ξέρω ότι μόλις έρθει το λεωφορείο και μπω μέσα, τότε θα σε έχω εντός μου. Θα σε αφήσω στο κρεββάτι μου. Να ξαπλώσω μαζί σου και να κοιμηθώ δίπλα σου. Πότε ελπίζοντας να σε βρω εκεί και το πρωί. Άλλοτε παρακαλώντας να λείπεις.”
Γέλασε. Στην αρχή κάπως σιγανά και στη συνέχεια όλο και πιο δυνατά. Μέχρι που στο τέλος ξεκαρδίστηκε. Πήρε μια ανάσα και πρόσεξε μια παρέα στην γωνία που καθώς έμπαιναν μέσα στο αυτοκίνητό τους, μάλλον τον κοίταξαν κάπως επίμονα. Φαίνεται πως ακούστηκε το χαχανητό του. Χαρούμενος για την διατάραξη της αλκοολούχας νύστας των λίγων ξενύχτηδων, έστριψε άλλο ένα τσιγάρο.
Παρατήρησε το γνωστό περιβάλλον γύρω του. Η στάση του λεωφορείου με το παγκάκι γεμάτο υγρασία από την παγωνιά και άδειο από στρογγυλοκαθισμένους κ****ς. Καλύτερα για την ώρα. Πίσω του ένα μικρό αστικό πάρκο… με άφθονο γκαζόν δηλαδή, μερικούς θάμνους και με λίγη τύχη κανά δέντρο. Διάσπαρτα παγκάκια με έναν μικρό κάδο στα πλαϊνά του καθενός μα τα σκουπίδια διάσπαρτα χάμω. Απέναντι λίγα γκρίζα συνηθισμένα κτίρια αλλά τα ισόγειά τους καλογυαλισμένες βιτρίνες. Κυρίως φαγάδικων, από εκείνα που αφήνουν μια αμφιβολία για το τι ακριβώς τρως και μια σιγουριά για το ότι στην πραγματικότητα δεν θες να μάθεις. Στα δεξιά το φανάρι και η λεωφόρος, όπου κατά μήκος του πεζοδρομίου της βρίσκεται ένας μεγάλος τείχος ζωγραφισμένος με διάφορα γκράφιτι και μερικά συνθήματα. Μηνύματα ανθρώπων που έχουν κάτι να πουν. Ή τουλάχιστον προσπαθούν. Κάποια από αυτά είναι κι αυθεντικά. Σίγουρα όλα τους ενθαρρυντικά. Ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα μιλούν. Και κάποιες φορές εκκωφαντικά. Στο τέλος του τείχους – ή στην αρχή του αν κοιτάς αντίστροφα – άλλο ένα φανάρι. Ο κάθετος δρόμος που περνά κι από την στάση και αφού διαπερνά τη λεωφόρο, συνεχίζει λίγα μέτρα ακόμα μέχρι που βγάζει στην πλατεία με τα μπαράκια και τα περιποιημένα εστιατόρια με τις αναμφίβολα υψηλές τιμές. Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά τα “διασκεδαστήρια” βρίσκεται και το μαγαζί που δουλεύει τον τελευταίο καιρό. Για δυο λεπτά αναλογίστηκε, μέτρησε αυτόν τον χρόνο και βεβαιώθηκε πως ήρθε η ώρα να αλλάξει βάρδια και ρόλο και να κάνει κάτι καινούργιο. Είχε αρχίσει να βαριέται. Όπως συμβαίνει συνήθως με όλες τις δουλειές. Είναι που του είχε λείψει και το φως της ημέρας. Μιας και ο χειμώνας με τις μεγάλες νύχτες του αποχωρούσε πια, είχε έρθει η στιγμή να αναπνεύσει τις ανοιξιάτικες μέρες.
“Χάθηκα στις σκέψεις μου” της είπε ραγίζοντας τη μεταξύ τους σιωπή.
“Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι πότε μιλήσαμε για πρώτη φορά. Θυμάμαι όμως πως σχεδόν αμέσως το μόνο που θέλησα και το μόνο που αισθανόμουν ότι θες, ήταν να σου παραδοθώ. Ολόκληρος. Για μια αιώνια στιγμή. Αυτό άραγε θα ήταν το ελάχιστο ή το παντοτινό; Έπειτα όμως άρχισα να σκέφτομαι πως όλα όσα ακούω να λες είναι ψεύτικα. Πως με εξαπατάς και συνεχίζεις παρόλα αυτά να με κοιτάς αφ’ υψηλού ειρωνικά. Θύμωσα. Για την ακρίβεια εξοργίστηκα. Ύστερα πληγώθηκα. Για να είμαι ακριβής πάλι, πολτοποιήθηκα… Μα τώρα πια έχω ελευθερωθεί. Όχι από εσένα, παραδόξως παραμένεις μοναδική συντροφιά… Ελευθερώθηκα από τις διάφορες μορφές που εγώ σου έδινα και από την προσδοκία μου να μου δώσεις πίσω ό,τι πήρε κάποτε η εκάστοτε μορφή που σε έντυνα… Και τώρα δεν περιμένω από εσένα τίποτα πια. Επιτέλους ανακούφιση. Ξέρω καλά πως δεν θα μου ανήκεις ποτέ. Μα επίσης γνωρίζω βαθιά πως έτσι η αθέατη πλευρά σου θα μου ανήκει πάντα. Όπως συνέβη και σε άλλους, την άκουσα να με καλεί τόσες φορές. Πότε ψιθυρίζοντας, άλλοτε ικετεύοντας και πότε – πότε ουρλιάζοντας. Κάποιοι μάταια έκλεισαν τα αυτιά τους. Άλλοι ανόητα σε εμπιστεύτηκαν. Και μερικοί απάντησαν στον γρίφο σου κλέβοντας έτσι λίγη από την γοητεία σου. Μόνο που πρώτα μας κέρασες μπόλικο σκοτάδι… Μα άξιζε κάθε γουλιά του.”
Ένιωσε να καταπίνει δίχως κανένα τσίγκλισμα ή κόμπο και τότε φάνηκε στα αριστερά το λεωφορείο. Σήκωσε αυτόματα το χέρι του για να το σταματήσει. Λίγο πριν αυτό φτάσει στη στάση άκουσε ανθρώπους να τρέχουν προς το μέρος του. Γύρισε το κεφάλι και είδε τον Ναήμ μαζί με κανά δυο άλλους να τρέχουν για να το προλάβουν. Μπήκαν μέσα όλοι μαζί και βρήκαν θέσεις για να κάτσουν.
“Πολλή δουλειά σήμερα” , είπε ο λεωφορειακός του φίλος εμφανώς κουρασμένος.
“Ευτυχώς που το πρόλαβες τουλάχιστον”, του απάντησε εκείνος αληθινά ανακουφισμένος που δεν το έχασε εκείνος, δίχως την προηγούμενη διάθεση αντικοινωνικότητας.
“Περίμενες ώρα μόνος σου;”
“Μπα… κάπνισα δυο τρία τσιγάρα και χάζευα το φεγγάρι. Η σελήνη είναι ωραία γκόμενα κάποιες βραδιές”, του είπε χαμογελώντας αινιγματικά.
Τέλος
Περισσότερες πληροφορίες για την Μαρία Μάρκου, πατήστε εδώ
Περισσότερα άρθρα από την ψυχολόγο μας, Μαρία Μάρκου: