Το έχω παρατηρήσει και σε μένα την ίδια: οι φορές που έχω φτιάξει τσάι μόνο και μόνο για τη γεύση είναι μετρημένες στα χέρια – συνήθως στρέφομαι στην ανάγκη του όταν είμαι κρυωμένη! Είναι, όμως, μια δική μου παραξενιά ή μήπως υπάρχει μία εμπεριστατωμένη εξήγηση; Την απάντηση δίνει η επιστήμη μέσω μίας έρευνας με επίκεντρο την αντίληψή μας για την πικρή γεύση και πώς αυτή καθορίζει την επιλογή μας.
Στη νέα αυτή έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Scientific Reports συμμετείχαν πάνω από τετρακόσιοι χιλιάδες Βρετανοί, ηλικίας από 37 – 73 ετών. Μετά τη συγκέντρωση κι ανάλυση γενετικών δεδομένων, οι επιστήμονες συμπέραναν πως όσοι από τους συμμετέχοντες είχαν ένα συγκεκριμένο γονίδιο σχετικό με τους νευρικούς υποδοχείς για την πικρή γεύση της καφεΐνης ήταν πιθανότερο να καταναλώσουν πάνω από τέσσερα φλιτζάνια καφέ παρά να προτιμήσουν τσάι. Από την άλλη, σε όσους συμμετέχοντες εντοπίστηκαν γονίδια υποδοχής για μία συγκεκριμένη ουσία, την προπυλθειουρακίλη, προσλάμβαναν την καφεΐνη τους από το τσάι αντί για τον καφέ. Να σημειώσουμε εδώ πως η “πικρίλα” της συγκεκριμένης ουσίας είναι αντίστοιχη με εκείνη που παρατηρείται στα λαχανάκια Βρυξελλών – όσοι έχετε φάει ίσως αντιληφθείτε την ομοιότητα.
Σύμφωνα με συντάκτρια της έρευνας και αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Feinberg του Πανεπιστημίου Northwestern, dr. Marilyn Cornellis, το “λογικό” συμπέρασμα θα ήταν πως όσοι παρουσιάζουν ευαισθησία στην πικρή γεύση της καφεΐνης θα απέφευγαν τον καφέ. “Τα αντίθετα αποτελέσματα”, συνεχίζει σε δήλωσή της, “υποδηλώνουν πως όσοι καταναλώνουν καφέ αποκτούν μία ιδιότητα να εντοπίζουν την καφεΐνη λόγω του γνωστού αισθήματος εγρήγορσης που αυτή προσφέρει”. Άρα, είναι πολύ πιθανό οι λάτρεις του καφέ να συνδυάζουν με θετικά αισθήματα τον καφέ. Όμως κάτι αντίστοιχο μπορεί να συμβαίνει και με όσους καταναλώνουν τσάι, καθώς δηλώνουν πως έμαθαν να το εκτιμούν όπως όταν έμαθαν να εκτιμούν την πικρή γεύση μίας σοκολάτας υγείας (με περιεκτικότητα κακάο άνω του 70%) έπειτα από μία αποχή από την κλασσική σοκολάτα γάλακτος. Ωστόσο, δε μπορεί κανείς να κρίνει αν και ποια μερίδα ανθρώπων έχει “λάθος” γονίδια, καθώς και οι δύο πλευρές μαθαίνουν να απολαμβάνουν και να εκτιμούν τροφές και ροφήματα με πικρή γεύση.
Εδώ αξίζει να θυμηθούμε πως η καφεΐνη, ανεξάρτητα του ροφήματος που τελικά επιλέγουμε, συμβάλλει στην καλή μας υγεία. Ο καφές, χάρη στα αντιοξειδωτικά και τις πολυφαινόλες που περιέχει, σχετίζεται με μείωση των καρδιακών νοσημάτων, το διαβήτη αλλά και νευροεκφυλιστικές ασθένειες, όπως το Parkinson και το Alzheimer. Το δε τσάι, αν και περιέχει λιγότερη καφεΐνη, είναι επίσης μία πλούσια πηγή αντιοξειδωτικών που ενισχύουν την καλή καρδιακή λειτουργία. Φυσικά δεν ξεχνάμε πως κι η καφεΐνη θέλει το μέτρο της, μια που μπορεί να προκαλέσει στομαχικές διαταραχές, νευρικότητα ή να επηρεάσει τον ύπνο μας.
Το καλύτερο; Η επιστήμη απέδειξε πως δεν είμαι περίεργη – ΟΚ, δεν είμαι ΤΟΣΟ περίεργη!