Τα φτιάξατε, χωρίσατε και αποφασίσατε να κρατήσετε επαφή. Να είστε φίλοι και να χαίρεται ο ένας με τη χαρά του άλλου. Δύσκολο και απατηλό; Όχι για εσάς, που πιστεύετε ακράδαντα πως το ότι μοιραστήκατε κάποτε, μια κοινή ζωή και ένα κρεβάτι, δεν μπορεί να σας σταματήσει από το να νοιάζεστε τον άλλον. Ίσως υπερβολικά “Σουηδικό”, για τα δεδομένα μας, αλλά και για πολύ κόσμο ακόμη. Οι ψυχολόγοι άλλωστε, ισχυρίζονται πως αυτό απαιτεί από μόνο του μια ωριμότητα που ελάχιστοι έχουν, και ως γνωστόν η φιλία ανάμεσα στα δύο φύλα, ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Μια φιλία, μπορεί να βασιστεί στην αληθινή αγάπη, την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τη δοτικότητα. Και ένας χωρισμός μπορεί να βασιστεί στην έλλειψη όλων ή κάποιων από τα παραπάνω. Από την άλλη πλευρά, ένας χωρισμός μπορεί να έρθει μέσα από μια κοινή απόφαση του ζευγαριού, αλλά μπορεί, πολύ εύκολα, να αποφασιστεί και από τη μία μόνο πλευρά. Κατόπιν τούτων, τι είναι αυτό που τελικώς μας οδηγεί στο να κρατάμε επαφές με τους πρώην μας; Μήπως ο εγωισμός του να ξέρουμε τι συμβαίνει στη ζωή του, ώστε να επέμβουμε όποτε αυτό κριθεί απαραίτητο; Ή μήπως η ελπίδα του να βρεθεί μια δεύτερη ευκαιρία για να είμαστε ξανά μαζί του;
Δύο φύλα που είναι εκ διαμέτρου αντίθετα μπορούν να είναι συνεργάτες, μπορούν να είναι φίλοι αλλά δεν μπορούν να είναι κολλητοί. Πόσο μάλλον δυο άνθρωποι που έχουν ενωθεί ερωτικά. Αυτά τα οποία μας προσέλκυσαν στον συγκεκριμένο άνθρωπο, θα εξακολουθούν να μας ελκύουν και μετά το χωρισμό. Και στην περίπτωση που μπορείτε να τους αντισταθείτε, τότε είναι πολύ πιθανό να μπορείτε να παραμείνετε και φίλοι. Ποιος όμως είναι αυτός που τα έβαλε με τα ανθρώπινα πάθη και νίκησε;
Στην περίπτωση δε, που κάποιος από τους δυο έχει αποφασίσει να συνεχίσει τη ζωή του και να πάει παρακάτω, τότε καλό θα ήταν να μπαίνουμε και στην θέση του συντρόφου μας. Πως θα μας φαινόταν εμάς, αν δεχόταν τηλεφωνήματα και μηνύματα από τον πρώην που έδειχναν την ολοφάνερη οικειότητα που έχουν μεταξύ τους; Ας μπούμε στο κόπο λοιπόν, να περάσουμε να δούμε και την απέναντι όχθη του ποταμού, γιατί εκεί που ο ένας βλέπει νηνεμία, ο άλλος μπορεί να βλέπει φουρτούνα.