Η σεξουαλική παρενόχληση άρχισε να γίνεται κοινωνικά ορατή το 1975. Χρονιά κατά την οποία αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με την δημοσίευση του άρθρου “Women begin to speak out against sexual harrasment at work” στους New York Times.
Πρόκειται για μια συμπεριφορά που μπορεί να εκδηλωθεί σε διάφορους τομείς στους οποίους υπάρχει κάποια μορφή ιεραρχίας άρα και εξουσίας. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι το σχολείο και γενικά τα κέντρα εκπαίδευσης καθώς και η εργασία. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τη σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών στον χώρο την εργασίας καθώς οι διάφορες σχετικές έρευνες έχουν αναδείξει πολύ μεγαλύτερα ποσοστά θυμάτων γυναικών συγκριτικά με τους άνδρες (χωρίς όμως να υποτιμάται η ανδρική θυματοποίηση έστω κι αν αυτή συμβαίνει λιγότερο συχνά).
Η σεξουαλική παρενόχληση έχει μια μεγάλη ποικιλία λεκτικών εκφράσεων, οι περισσότερες από τις οποίες εκδηλώνονται και σε ένα φλερτ. Ποια είναι τα όρια όμως μεταξύ των δύο καταστάσεων; Η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στο ότι στην πρώτη το ζητούμενο δεν είναι η γοητευτική κατάκτηση της γυναίκας αλλά η άσκηση πίεσης από την θέση ισχύος με στόχο την σεξουαλική συνεύρεση. Κι αφού ο δράστης χειρίζεται την εξουσία που διαθέτει, τότε είναι ευκόλως εννοούμενη η εκμετάλλευση που συνεπάγεται. Ως εκμετάλλευση λοιπόν αφενός θίγει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του αποδέκτη, αφετέρου προξενεί την άνιση άρα ρατσιστική (στην προκειμένη σεξιστική) μεταχείρισή του.
Η παρενόχληση μπορεί να εκφρασθεί ως πρόταση “ανταλλαγής” σύμφωνα με την οποία η γυναίκα υφιστάμενη έτσι θα έχει την ευκαιρία να επωφεληθεί με διάφορα εργασιακά προνόμια (π.χ. προαγωγή) ή και ως απειλή με τον εκφοβισμό της απόλυσης ή της στασιμότητας σε περίπτωση που δεν συναινέσει. Πρόκειται για μια τραυματική κατάσταση με διάφορες ψυχικές και σωματικές συνέπειες οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι και μόνιμες. Κατά την διάρκεια της, συνήθως η γυναίκα διαφοροποιείται από τους συναδέλφους αισθανόμενη έτσι περισσότερο μόνη, είναι ευάλωτη και νιώθει ενοχές, γίνεται συναισθηματικά ασταθής με το κλάμα να είναι συχνό ξέσπασμα. Επίσης, γίνεται νευρική και ευερέθιστη, φοβάται και νιώθει αβοήθητη. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι πρόκειται για αντιδράσεις όμοιες με εκείνες του βιασμού. Ομοιότητα που κάνει τις γυναίκες αποδέκτες να μιλούν για “ψυχολογικό βιασμό”.
Επιπρόσθετα, σε περίπτωση που μεταξύ της υπακοής και της σύγκρουσης επιλέξει τελικά την δεύτερη, εκτός από τις εργασιακές δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει (ανεργία, παρακώλυση κ.λ.π.), έχει να παλέψει και με τις κοινωνικές. Συγκεκριμένα με δύο κοινωνικά στερεότυπα: α) ότι το προκάλεσε η ίδια και επομένως φταίει, β) ότι το κάνει εκδικητικά για τους δικούς της λόγους. Προκατάληψη που γίνεται εμφανής όχι μόνο θεωρητικά αλλά βιωματικά μέσα από μια επώδυνη νομική διαδικασία και καθημερινά στα μάτια του περίγυρου.
Οι παραπάνω ψυχολογικές συνέπειες και οι κοινωνικές προκαταλήψεις που αναφέραμε, έχουν ως αποτέλεσμα η συνηθέστερη κατάληξη να είναι η διακοπή της συγκεκριμένης εργασίας με την συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών να παραιτούνται. Επίσης, διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι σπάνια η γυναίκα θα προβεί σε καταγγελία ή αναφορά αλλά αντιθέτως είτε θα προσπαθήσει να την προσπεράσει αγνοώντας την είτε να την αναιρέσει αδιαφορώντας π.χ. για την εμφάνισή της. Συμπεριφορές που όχι μόνο αποτυγχάνουν αλλά ταυτόχρονα επιβαρύνουν τις ψυχικές δυσκολίες του αποδέκτη με αποτέλεσμα τη θυματοποίησή του.
Είναι σημαντική η αναφορά στο φεμινιστικό κίνημα για την επίδρασή του στην αλλαγή κάποιων κοινωνικών στάσεων και αντιλήψεων σχετικά με τους διαφυλικούς ρόλους. Μπορεί η γυναίκα να αποτελεί το “ωραίο φύλο” αλλά ως εργαζόμενη χρήζει τη δυνατότητα εξέλιξης ή έστω συνέχισης της εργασίας της με κριτήριο την απόδοσή της και τις ικανότητές της και όχι το φύλο της. Πράγματα που μπορεί να φαίνονται γνωστά αλλά ακόμη και σήμερα κάποιες φορές φαίνεται να λησμονούνται. Πόσο μάλλον την δεκαετία του ΄70 με την ανεργία των γυναικών να βρίσκεται σε μεγαλύτερα ποσοστά και την αναζήτηση της κοινωνικής – επαγγελματικής καταξίωσής τους στην αρχή της. Επίσης , το φεμινιστικό κίνημα ήταν εκείνο που επισήμανε την αναγακαιότητα της ποινικοποίησης της σεξουαλικής παρενόχλησης και πάσχισε να την διεκδικήσει. Κάτι που φάνηκε να αργεί για την Ελλάδα η οποία από το 2006 κι έπειτα έχει πάρει κάποια νομικά μέτρα σε αυτήν την κατεύθυνση.
Εν κατακλείδι, το θεσμικό πλαίσιο είναι απαραίτητο ώστε η αποδέκτης να μπορέσει να αντισταθεί στην αδικία που πάει να γίνει εις βάρος της και να νιώσει την ασφάλεια να αρνηθεί χωρίς να φοβάται για εργασιακές ή κοινωνικές συνέπειες. Κάτι όμως που όπως είδαμε δεν φαίνεται να συμβαίνει. Συνεπώς η αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την προσωπική άρνηση του ατόμου και την ενδεχόμενη θεραπεία των ψυχικών τραυμάτων του. Χρειάζεται μια έμπρακτη συνολική στάση ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων. Κι αφού συμβεί αυτό θα χρειάζεται και μια συνολική συμφωνία των ορίων της επιτρεπτής σεξουαλικής συμπεριφοράς ώστε αφενός να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις και να μην τιμωρηθεί κάποιος άδικα για ένα φλερτ και αφετέρου να περιορισθεί προληπτικά η αδικία και να μην χρησιμοποιείται πάλι ως μέσο άσκησης πίεσης αλλά από το “ωραίο” φύλο αυτήν την φορά.
Περισσότερα σχετικά με την συμβουλευτική για την σεξουαλική παρενόχληση, πολύ χρήσιμο είναι το εγχειρίδιο της Καθηγήτριας Κλινικής Ψυχολογίας, κα Λίμπυ Τατά Αρσέλ.
Περισσότερες πληροφορίες για την Μαρία Μάρκου, πατήστε εδώ
Περισσότερα άρθρα από την ψυχολόγο μας, Μαρία Μάρκου:
–Κρίσεις πανικού; Don’t panic!,από την Μαρία Μάρκου
–Εφηβεία και σεξουαλικότητα, από τη Μαρία Μάρκου
–Δώσε τόπο στην οργή, από την Μαρία Μάρκου
–Περί φιλίας…άνδρες & γυναίκες στο μικροσκόπιο, από τη Μαρία Μάρκου