Αν η σειρά “Ευτυχισμένες Μέρες” κατάφεραν να μας διδάξουν κάτι είναι ότι η ζωή ήταν καλύτερη κατά τη δεκαετία του ’50. Οι άνθρωποι μπορούσαν να αφήνουν τις πόρτες τους ξεκλείδωτες και τα παιδιά σέβονταν τους γηραιότερους. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι όλα ήταν καλά τότε. Επικρατούσε ρατσισμός και ένας καθωσπρεπισμός που ήταν αρκετός για να κάνει τις ζωές των περισσότερων αρκετά δύσκολες.
Παρακάτω ακολουθούν οι 9 λόγοι για τους οποίους άξιζε να ζήσει κανείς εκείνη την εποχή, και τους μετράμε αντίστροφα…
Τα σύγχρονα πακέτα στήριξης δεν έχουν καμία σχέση με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα σε μόλις πέντε χρόνια η αμερικανική οικονομία από «νεκρή οικονομία» μετετράπη σε κέντρο ανάπτυξης όλου του κόσμου. Το χρέος ήταν χαμηλό, η ανάπτυξη βιώσιμη και οι άνθρωποι ξέφευγαν σιγά- σιγά από την κατάσταση της φτώχειας.
Ταυτοχρόνως, τα ποσοστά απασχόλησης αυξάνονταν ραγδαία. Το 1932, η ανεργία πλησίαζε το 25%, ενώ δύο δεκαετίες αργότερα το ποσοστό αυτό ήταν κάτω του 3%. Επιπλέον, η διάρκεια της ανεργίας ήταν μικρή. Αν κάποιος έχανε τη δουλειά του, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα έβρισκε νέα θέση εργασίας μέσα στους επόμενους 4 μήνες. Αντιθέτως σήμερα, στις ΗΠΑ, η διάρκεια αυτή αυξάνεται στους 9 μήνες κατά μέσο όρο.
Το τελευταίο έτος είμαστε αντιμέτωποι με νόμους που ευνοούν τους πλούσιους πολιτικούς να γίνουν ακόμη πλουσιότεροι εις βάρος όλων των υπολοίπων από τους οποίους απαιτούν να γίνουν φτωχότεροι. Επιπλέον, επικρατεί και η άποψη ότι η χαμηλή φορολογία θα βοηθήσει την οικονομία ενώ η υψηλή τείνει να την καταστρέψει.
Δεδομένου ότι η ύφεση ήρθε σε μία στιγμή που η φορολόγηση ήταν υψηλή, αυτό σημαίνει ότι όντως δεν ίσχυε ότι με υψηλή φορολογία μία οικονομία μπορεί να κατασταθεί βιώσιμη.
Παλαιότερα, παρόλα αυτά, επικρατούσε η άποψη ότι όταν μία οικονομία αντιμετώπιζε προβλήματα η λύση βρισκόταν στην επιβολή υψηλής φορολογίας, με την οποία κατάφερναν να ισοσκελίσουν τη ζημία. Τη δεκαετία εκείνη η φορολογία ήταν ανάλογη της ικανότητας του κάθε φορολογούμενου, χωρίς όμως να είναι ιδιαιτέρως υψηλή για καμία οικονομική τάξη.
Παρά τα όσα ισχυρίζονται τα μέσα ενημέρωσης, η εγκληματικότητα καθώς περνούν τα χρόνια μειώνεται. Είναι λιγότερο πιθανό να δολοφονηθεί κανείς σήμερα παρά πριν από 20 χρόνια, αν και δεν είναι πλέον τόσο ασφαλής όσο κάποιος που ζούσε κατά το 1957. Τότε το ποσοστό δολοφονιών ανερχόταν στα 4 άτομα κάθε 100.000, το χαμηλότερο δηλαδή ποσοστό κατά τα τελευταία 55 χρόνια. Πριν από αυτό, το ποσοστό κυμαινόταν γύρω στο 4,1 το οποίο είναι επίσης καλό.
Συγκριτικά, μεταξύ της περιόδου του Woodstock (1969) και του 1979 το ποσοστό αυτό διατηρήθηκε πάνω από 7 άτομα σε κάθε 100.000.
Αν θέλει κανείς να πάει μπροστά στη ζωή του οφείλει να μορφωθεί.
Αναρίθμητες μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εκείνοι που έχουν λάβει κάποια μόρφωση κερδίζουν περισσότερα χρήματα από αυτούς που δεν έχουν αποφοιτήσει από την ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης. Δυστυχώς, όμως, στην Αμερική και στο Ηνωμένο Βασίλειο η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι δωρεάν, και αυτό την καθιστά μη προσβάσιμη σε όλους.
Όμως κατά την εν λόγω δεκαετία, χάρη σε ένα πρόγραμμα που λεγόταν G.I Bill τα παιδιά που ήθελαν να το κάνουν μπορούσαν να σπουδάζουν με τη βοήθεια της χρηματοδότησης που τους προσέφερε το πρόγραμμα.
Μεταξύ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του 1970 η αγοραστική δύναμη είχε πτωτική πορεία. Ένα στέλεχος εταιρείας θα μπορούσε να εξασφαλίσει οικονομικά με το μισθό του την οικογένειά του για μια ολόκληρη ζωή. Σύμφωνα με το νομπελίστα οικονομολόγο Πολ Κρούγκμαν, το γεγονός αυτό συνέβη λόγω του ότι το 1/3 του αμερικανικού εργατικού δυναμικού είχε ενταχθεί σε συνδικαλιστικές ομάδες, που σημαίνει ότι οποιοσδήποτε διευθυντής συμπεριφερόταν ανάρμοστα στους υπαλλήλους του ήταν σαν να προκαλεί την τύχη του…
Επιπλέον, ο μισθός αυξανόταν. Ακόμη και οι πιο χαμηλόμισθοι μπορούσαν από την πρώτη κιόλας βδομάδα μηνιαίας εργασίας τους να καλύψουν τα έξοδα ενοικίου τους, που σημαίνει ότι απέμεναν αρκετά χρήματα για να ξοδέψουν. Σήμερα ο πιο χαμηλόμισθος μπορεί να καλύψει μόνο τα βασικά έξοδα διαβίωσης, ενώ η ανισότητα είναι η χειρότερη που έχει υπάρξει από τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης.
Σήμερα σκεφτόμαστε ότι τα προάστια είναι προπομπός της κατάθλιψης και του άγχους, αφού είναι μακριά από όλους και όλα. Κατά τη δεκαετία του ’50 όμως συμβόλιζαν την ευημερία. Για ένα μεγάλο μέρος Αμερικανών, τα προάστια αποτελούσαν την καλύτερη ευκαιρία για να απομακρυνθούν από το κέντρο της πόλης και από το σπίτι τους. Πριν το Β’ΠΠ η νέα γενιά συνήθιζε να νοικιάζει ένα μεγάλο διαμέρισμα και να αφοσιώνεται στην αποταμίευση.
Για τα παιδιά της δεκαετίας του ’40 τα προάστια ήταν ένα τεράστιο βήμα και ένα μεγάλο όνειρο. Γενικώς όλοι οι μεσοαστοί είχαν αυτό το στόχο και έτσι εργάζονταν σκληρά και διατηρούσαν την οικονομία σε ευημερία.
Η βασική ιδέα του Αμερικανικού Ονείρου είναι ότι οποιοσδήποτε δουλεύει σκληρά θα ανταμειφθεί. Ξεκινάς από φτωχός, και με σκληρή δουλειά σε 30 χρόνια είσαι «πρόεδρος» ή διευθυντής σε όλους τους τομείς. Αυτή η κινητικότητα συνεχίστηκε μέχρι τη ’70, οπότε και τοποθετούνται οι αρχές του νεοφιλελευθερισμού. Η κατάσταση σήμερα έχει μεταβληθεί.
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Ρόμπερτ Ράιχ, το 42% των παιδιών που θα γεννηθούν σε φτωχή οικογένεια θα παραμείνουν φτωχοί, ποσοστό υψηλότερο απ’ ό, τι σε χώρες που έχουν ακόμη καθεστώς βασιλείας. Κατά το 2013 το αμερικανικό όνειρο δεν είχε να κάνει καθόλου με τη σκληρή δουλειά και το ποιοι είναι οι γονείς σου, αλλά διαφορετικοί πλέον είναι οι παράγοντες που καθορίζουν το μέλλον.
Στο Χόλυγουντ, όταν κάποιος μιλά για τη δεκαετία του ’50 αναφέρεται σε αυτήν με νοσταλγία και αισιοδοξία. Πώς όμως μπορεί κανείς να μετρήσει αυτή τη νοσταλγία; Από το 1935, μία εταιρεία δημοσκοπήσεων κάλεσε αγνώστους για να τους ρωτήσει πόσο ευτυχισμένοι ήταν. Σύμφωνα με τα ευρήματα, κατά τη δεκαετία του ’50 οι άνθρωποι έτειναν να δηλώνουν ότι είναι πολύ ευτυχισμένοι, με αποκορύφωμα τα έτη 1955 έως 1960 όπου το ποσοστό των «πολύ ευτυχισμένων» ανερχόταν στο 40%. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει ποτέ καταγραφεί.
Προσέξτε ότι πρόκειται για «πολύ ευτυχισμένους» και όχι απλώς για «ευτυχισμένους». Κι άλλες μελέτες, όμως, έχουν τοποθετήσει τα υψηλότερα ποσοστά χαμογελαστών ανθρώπων και ευτυχισμένων στην εν λόγω εποχή.
Μπορεί ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος να στάθηκε η αιτία να καταχρεωθούν πολλές χώρες για να τα βγάλουν πέρα, ωστόσο μέχρι τη δεκαετία του ’50 όλα ήταν πια υπό έλεγχο.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας το χρέος ήταν περίπου 70% του ΑΕΠ, ενώ μέχρι το ’60 μειώθηκε κάτω του 40% και συνέχισε έκτοτε να μειώνεται. Ωστόσο, αυτό συνέβαινε μέχρι και πριν λίγα χρόνια, οπότε πλέον το δημόσιο χρέος ξεπερνά το 77%, ενώ κάποιες πηγές το τοποθετούν ακόμη στο 100%.
Πηγή: εδώ