Με το στρες να είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο στις ζωές των περισσότερων ανθρώπων, πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως οι αγχώδεις διαταραχές κι η κατάθλιψη μεταδίδονται ακριβώς όπως μία ίωση. Κι όμως, αυτό είναι το συμπέρασμα έρευνας που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Memory & Cognition.
Οι επιστήμονες σαφώς και αποκλείουν ακόμη και την υποψία της μετάδοσης μίας πνευματικής διαταραχής με τον ίδιο τρόπο που μεταδίδεται μία ιογενής ασθένεια. Όμως επιβεβαιώνουν πως συναισθήματα και συνήθειες που σχετίζονται με το άγχος ή την κατάθλιψη μπορούν να αντικατοπριστούν, υπό μίαν έννοια, σ’ εμάς. Για παράδειγμα, αν ένας φίλος μας λειτουργεί συνεχώς με άγχος κι αγωνία, είναι πιθανό να αρχίσουμε κι εμείς ν’ αντιδρούμε έτσι. Ή μπορεί μετά από την επαφή μ’ ένα συγγενή που βρίσκεται στην αρχή της κατάθλιψης, να νιώθουμε λιγότερο ευδιάθετοι.
Η μεταδοτική ιδιότητα των συναισθημάτων
Καθώς είμαστε κοινωνικά όντα, τα συναισθήματα μπορούν να έχουν μία μεταδοτική ιδιότητα. Ας το δούμε από άλλη σκοπιά. Όταν κάποιος χαμογελάει, συχνά πιάνουμε το εαυτό μας να χαμογελάει σχεδόν ασυναίσθητα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με συναισθήματα που σχετίζονται με πνευματικές διαταραχές.
Αυτό, όμως δε σημαίνει πως οι ίδιες οι διαταραχές μπορούν να μεταδοθούν, πολύ απλά γιατί δεν έχουν παθογόνο προέλευση. Αντίθετα, η εμφάνισή τους οφείλεται σ’ έναν συνδυασμό παραγόντων, όπως η γενετική προδιάθεση ή το κοινωνικό περιβάλλον. Στις περισσότερες περιπτώσεις, παθήσεις όπως η κατάθλιψη εμφανίζονται σε άτομα που προέρχονται από οικογένειες όπου κάποιο μέλος έπασχε ή πάσχει επίσης από αυτές. Από εκεί κι έπειτα, βιώματα όπως ψυχολογικά τραύματα, κακοποίηση κάθε είδους σε παιδική ηλικία ή ακόμη κι η έκθεση σε αρνητικές καταστάσεις πριν τη γέννησή μας μπορούν επίσης να συνδέονται με τις πνευματικές διαταραχές. Επιπλέον, τα αισθήματα είναι παροδικά και σπάνια φτάνουν στο σημείο να μας ανησυχήσουν για κάτι πιο σοβαρό.
Αναδρομή στο παρελθόν…
Επομένως, αν ανησυχούμε για το αν απειλούμαστε από μία πνευματική διαταραχή, τότε δεν φταίνε οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμαστε (τουλάχιστον όχι απόλυτα, αν δεν είναι από εκείνους που μας προκαλούν αισθήματα άγχους και ψυχολογική μετάπτωση), αλλά ίσως πρέπει να αναζητήσουμε απαντήσεις στο ιατρικό ιστορικό της οικογένειάς μας. Επίσης μπορεί να βοηθήσει μία σειρά συνεδριών μ’ έναν εξειδικευμένο ψυχοθεραπευτή ο οποίος και μπορεί να μας καθοδηγήσει αν τυχόν υποψιαζόμαστε πως μπορεί να εκδηλώσουμε μία αγχώδη διαταραχή.
Ακόμη πιο σημαντικό, όμως, είναι να θυμόμαστε πως δεν πρέπει ποτέ να εξοστρακίζουμε από τη ζωή μας τα άτομα που πιθανώς πάσχουν από μία τέτοια διαταραχή μόνο και μόνο επειδή πιστεύουμε πως… “θα κολλήσουμε κι εμείς”. Τα άτομα αυτά βρίσκονται σε μία θέση ευάλωτη όπου είναι ουσιαστική η υποστήριξη από τους αγαπημένους τους και μία αντίθετη προσέγγιση (ή μάλλον απομάκρυνση) μπορεί να τα απομονώσει περαιτέρω, με όποιους κινδύνους αυτή συνεπάγεται.
Featured image: unsplash.com/@gettyimages