Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ όποτε διαβάζω ή ακούω το όνομά του, μου έρχεται πάντα στο μυαλό ο καθηγητής Mark Thackeray της ταινίας «Στον Κύριό μας, Με Αγάπη» του 1967. Πρόκειται για έναν ηθοποιό ο οποίος κατάφερε να είναι πρωτοπόρος για την εποχή του. Ο λόγος για τον Sir Sidney Poitier – σημ.: ο τίτλος του Ιππότη του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας του αποδόθηκε το 1974.
Ο Sidney Poitier γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1927 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού των γονιών του στο Miami. Ο Reginald James Poitier κι η Evelyn ήταν ιδιοκτήτες μίας φάρμας στο νησί Κατ στις Μπαχάμες και βρέθηκαν στο Miami για να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Ο Sidney γεννήθηκε πρόωρα και κινδύνευε να μην επιβιώσει, αλλά τελικά οι γονείς του παρέτειναν την παραμονή τους μέχρι η υγεία του να βελτιωθεί. Παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε ο Poitier στο Miami, πράγμα που του έδωσε και την αμερικανική υπηκοότητα, μέχρι τα δέκα του μεγάλωσε στις Μπαχάμες – τότε βρετανική αποικία.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών επέστρεψε στο Miami για να μείνει με τον αδερφό του και στα δεκαεπτά μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου ξεκίνησε να δουλεύει λάντζα και στη συνέχεια, χάρη σε μία πετυχημένη οντισιόν, κέρδισε μία θέση στο Αμερικανικό Θέατρο Νέγρων (σ.σ.: ξέρω, δεν είναι και πολύ εύηχο, αλλά δεδομένων των κοινωνικών συνθηκών τότε, έτσι λεγόταν!). Παρά όμως την προσδοκία για τις φωνητικές ικανότητες των Αφρο-Αμερικανών ηθοποιών για την εποχή, ο Poitier δε διέθετε το απαραίτητο «μουσικό αυτί», επομένως δυσκολευόταν στο τραγούδι. Αυτό, όμως, δεν τον σταμάτησε, αντίθετα τον «πείσμωσε» ώστε να βελτιώσει τις υποκριτικές του ικανότητες.
Έτσι, το 1949 είχε καταφέρει να κερδίσει έναν κεντρικό ρόλο στην ταινία «No Way Out» του Joseph L. Mankiewicz. Το ρόλο του στην εν λόγω ταινία ακολούθησαν καλύτεροι και πολλά υποσχόμενοι ρόλοι, κάνοντας τον Poitier τον πρώτο Αφρο-Αμερικανό ηθοποιό που χαίρει τέτοιας μεταχείρισης, ενώ το 1958 ήταν υποψήφιος για το Oscar.
Το 1959 ο Poitier πρωταγωνιστεί στην παράσταση του Broadway «A Raisin in The Sun» και δύο χρόνια μετά το έργο μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη με τον ίδιο και πάλι στον κύριο ρόλο και με εξίσου μεγάλη επιτυχία. Η πρώτη του, όμως, πραγματικά μεγάλη στιγμή είναι το 1963 κι η ταινία «Lilies of the Fields» κι αυτό γιατί ο Poitier είναι επίσημα ο πρώτος ηθοποιός με Αφρικανική καταγωγή που κερδίζει την Ασημένια Άρκτο του Φεστιβάλ του Βερολίνου, μία Χρυσή Σφαίρα αλλά και Oscar Α’ Ανδρικού Ρόλου. Κι ενώ κανονικά αυτό θα έπρεπε να τον χαροποιήσει καθώς με τη βράβευσή του αναγνωριζόταν η αξία του, ο ίδιος ο Poitier φοβήθηκε πως ίσως του στερούσε σημαντικούς ρόλους στη συνέχεια.
Το 1965 δίνει μία αξέχαστη ερμηνεία στο πολεμικό δράμα «The Bedfrod Incident» και στην ταινία «A Patch of Blue» με συμπρωταγωνίστρια τη Shelley Winters («The Portrait of A Lady», 1996). Η μεγάλη του χρονιά, όμως, είναι το 1967, κι αυτό γιατί χάρισε στο σινεφίλ κοινό τρεις από τις πιο αξιόλογες δουλειές του:
– το «In The Heat of The Night», όπου ο Poitier υποδύθηκε τον Αφρο-Αμερικανό ντετέκτιβ Virgil Tibbs, που διεξάγει μία έρευνα δολοφονίας σε μία εχθρική προς τις άλλες φυλές πόλη του Mississipi. Η ταινία του Norman Jewison κέρδισε πέντε βραβεία Oscar, με εκείνο της Καλύτερης Ταινίας και του Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Rod Steiger να είναι δύο από αυτά. Ακολούθησαν άλλες δύο ταινίες, το «They Call me MISTER Tibbs!» το 1970 και το «The Organization» ένα χρόνο μετά, με τον Poitier να αναλαμβάνει και στις δύο το ρόλο του Tibbs.
– το «Guess Who’s Coming to Dinner» του Stanley Kramer, υποδυόμενος τον αρραβωνιαστικό της Katharine Houghton. Η ταινία για τα δεδομένα της εποχής, καθώς έθιγε το ζήτημα των διαφυλετικών σχέσεων και γάμων έλαβε απροσδόκητα καλές κριτικές. Ήταν, μάλιστα υποψήφια για Oscar καλύτερης ταινίας, ενώ η Katharine Hepburn κέρδισε το βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου ως η μέλλουσα πεθερά του Poitier.
– Το «To Sir, with Love», στο ρόλο του καθηγητή Mark Thackeray που περνώντας «από σαράντα κύματα» καταφέρνει να διδάξει στο σεβασμό και την αξιοπρέπεια στους μαθητές του. Η ταινία είναι ίσως κι από τις πιο χαρακτηριστικές στην καριέρα του Poitier.
Παρά το γεγονός πως οι ρόλοι αυτοί τον μετέτρεψαν σε ένα δυνατό όνομα στους κύκλους του κινηματογράφου, ο Poitier προβληματιζόταν και βρισκόταν σε δίλημμα. Από την άλλη δεν ήθελε να περιορίζεται στον ιδανικό Αφρο-Αμερικανό που προσπερνάει κοινωνικά και φυλετικά ζητήματα κι ήθελε μία μεγαλύτερη ποικιλία στις περσόνες που υποδυόταν, αλλά από την άλλη ήξερε πως οι ρόλοι αυτοί ήταν μία γροθιά στα ανωτέρω στερεότυπα.
Μέχρι το 1988 που κάνει ξανά την εμφάνισή του μπροστά από την κάμερα πρωταγωνιστώντας στο «Shoot to Kill», ο Poitier δραστηριοποιείται στη σκηνοθεσία («Uptown Saturday Night», 1974 με τον ίδιο και τους Bill Cosby και Harry Belafonte, «Let’s Do it Again», 1975, με συμπρωταγωνιστή τον Bill Cosby, «Stir Crazy», 1980 με τους Gene Wilder και Richard Pryor), ενώ ακόμη καταλαμβάνει κι εξέχουσες διακρίσεις και θέσεις σε διπλωματικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, το 1974 χρίζεται Ιππότης του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (KBE) και το 1997 διορίζεται ως Πρέσβης στην Ιαπωνία για τις Μπαχάμες, θέση την οποία διατηρεί ακόμη και σήμερα.
Η τελευταία του ταινία ήταν το 2001 και το «The Last Brickmaker in America», η οποία γυρίστηκε για τηλεοπτική προβολή. Παρ’ όλα αυτά, μόνο «παρατημένη» δε θεωρείται η πορεία του κι η συμβολή του. Το 2002 παρέλαβε ένα τιμητικό Oscar για την ξεχωριστή του παρουσία στον κινηματογράφο και για την εκπροσώπηση της εν λόγω βιομηχανίας με αξιοπρέπεια. Τέλος, το 2014 κι ενώ παρουσίαζε μαζί με την Angelina Jolie το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας, η Jolie τον ευχαρίστησε για τη συμβολή του στο Hollywood δηλώνοντας επί λέξει «σου είμαστε όλοι υπόχρεοι».
Και ναι, του, είμαστε όλοι υπόχρεοι, καθώς έβαλε το δικό του «στίγμα» στην ιστορία του κινηματογράφου.