Μία γυναίκα με πάθος, το οποίο κι εξωτερίκευε μέσα από τη μουσική της. Η ιδιαίτερη φωνή με το «γρέζι» μας συντροφεύει ακόμη και σήμερα. Μία γυναίκα η οποία έζησε μία πολυτάραχη ζωή, αλλά παρ’ όλα αυτά «δε μετάνιωσε για τίποτα». Κυρίες, και κύριοι, σήμερα κλείνουν εκατό χρόνια από τη γέννηση της μοναδικής Édith Piaf!
Η Édith Giovanna Gassion γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 1915 στο Belleville του Παρισιού. Κόρη του ακροβάτη Louis-Alphonse Gassion και της τραγουδίστριας Annetta Giovanna Maillard, η μικρή Édith δεν πρόλαβε να γνωρίσει τους γονείς της, μια που η μητέρα της την εγκατέλειψε μετά τη γέννα και για ένα διάστημα τη μεγάλωσε η γιαγιά από την πλευρά της Annetta. Όταν το 1916 ο πατέρας της Édith κατατάχθηκε στο γαλλικό στρατό για να πολεμήσει κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την πήγε στη μητέρα του στη Νορμανδία, η οποία διατηρούσε οίκο ανοχής.
Σε ηλικία τριών ετών, η Édith χάνει την όρασή της εξαιτίας μίας πάθησης στον κερατοειδή. Αυτό κινητοποίησε όλες τις ιερόδουλες που ζούσαν στον οίκο ανοχής της γιαγιάς της Édith να μαζέψουν τα χρήματα και να την πάνε στο προσκύνημα της Αγίας Τερέζας του Lisieux. Η Édith επανακτά την όρασή της σε ηλικία επτά ετών χάρη σε κάτι που αποδίδεται από πολλούς – αλλά κι από την ίδια την Piaf – ως θαύμα.
Το 1929 και σε ηλικία 14 ετών, η Édith ακολουθεί τον πατέρα της σε περιοδείες που πραγματοποιούσε το τσίρκο σε όλη τη Γαλλία κι ένα χρόνο μετά γνωρίζει τη Simone “Mômone” Berteaut. Πολλοί υποστηρίζουν πως η Mômone ήταν ετεροθαλής αδερφή της Édith, αλλά το σίγουρο είναι πως τα δύο κορίτσια ένωνε κάτι πολύ δυνατό, με αποτέλεσμα οι δύο τους να τραγουδούν στο δρόμο προκειμένου να μαζέψουν χρήματα. Σύντομα τα δύο κορίτσια κατάφεραν να νοικιάσουν ένα μέρος για να μένουν οι δυο τους, ενώ τραγουδούσαν στους δρόμους της Pigalle αλλά κι άλλων προαστίων του Παρισιού.
Το 1932 η Édith γνωρίζει κι ερωτεύεται τον Louis Dupont και σύντομα έρχεται η συγκατοίκηση, παρά την εμφανή αντιπάθεια που είχε η Mômone προς τον Louis, με τα αισθήματα να είναι αμοιβαία. Η ίδια η Édith αρνούνταν να ακούσει το Louis και να αφήσει το τραγούδι στους δρόμους για να δουλέψει σε δουλειές που της έβρισκε εκείνος, μέχρι τη στιγμή που έμεινε έγκυος κι αναγκάστηκε για ένα διάστημα να δουλέψει σε εργοστάσιο. Το Φεβρουάριο του 1933 η Édith γεννά την κόρη της, Marcelle, αλλά συνειδητοποίησε πως, όπως και στη μητέρα της, το μητρικό φίλτρο δεν ήταν ισχυρό επάνω της. Γρήγορα επέστρεψε στους δρόμους τραγουδώντας, πράγμα που εξόργιζε το Louis, ενώ έπειτα από έναν καυγά, η Édith, η Mômone κι η Marcelle εγκαταστάθηκαν στο ξενοδοχείο Au Clair de Lune. Η μικρή Marcelle συχνά έμενε μόνη της όσο η Édith κι η Mômone έλειπαν για δουλειά, μέχρι τη στιγμή που ο Louis πήρε τη Marcelle δηλώνοντας στην Édith, η Mômone πως αν ήθελε το παιδί, τότε έπρεπε να επιστρέψει σπίτι, πράγμα που η Édith δεν έκανε, αν κι έδινε χρήματα για την ανατροφή του παιδιού. Τελικά η Marcelle πέθανε σε ηλικία δύο ετών από μηνιγγίτιδα.
H Édith γίνεται… το «Σπουργιτάκι»
Το 1935 ανακαλύπτει την Édith ο Louis Leplée, ιδιοκτήτης του κλαμπ Le Gerny στα Ηλύσια Πεδία, όπου ο ταξικός διαχωρισμός στους θαμώνες ήταν κάτι άγνωστο. Ο Leplée την πείθει να τραγουδήσει στο κλαμπ κι εξαιτίας της νευρικότητας που έβγαζε αυτή η μικροκαμωμένη κοπέλα, εμπνεύστηκε το όνομα που θα τη συντρόφευε από τούδε και στο εξής: “La Môme Piaf”, που στη γαλλική αργκό σήμαινε «το Μικρό Σπουργιτάκι». Ακόμη ο Leplée της έμαθε πώς να λειτουργεί επάνω στη σκηνή ενώ της σύστησε να φορά μαύρο φόρεμα, πράγμα το οποίο έμελλε να γίνει κι η ενδυμασία που τη χαρακτήριζε. Παράλληλα ο Leplée διοργάνωσε μία μεγάλη καμπάνια προώθησης της πρεμιέρας της Piaf, στην οποία παρευρέθηκε πληθώρα διασημοτήτων. Οι βραδινές της εμφανίσεις οδήγησαν στην ηχογράφηση δύο δίσκων μέσα στη χρονιά, εκ των οποίων τον ένα υπογράφει η Marguerite Monnot, που θα συνεργαζόταν στο μέλλον με την Piaf μέχρι το τέλος, αλλά και μία από τις αγαπημένες συνθέτριες της ερμηνεύτριας.
Τον Απρίλιο του 1936 ο Leplée δολοφονείται, και καθώς η Piaf κατηγορήθηκε πως ήξερε τους δολοφόνους αλλά δε μιλούσε δημιούργησε αρνητικό αντίκτυπο για το όνομά της. Αθωώνεται χάρη στον εραστή της, Raymond Asso κι αναθέτει στη Monnot να της γράψει τραγούδια που μιλούσαν για τη ζωή της στους δρόμους.
Το 1940 η Piaf εμφανίζεται στο μονόπρακτο του Jean Cocteau με τίτλο «Le Bel Indifférent» (μτφ.: «Ο Ωραίος Αδιάφορος») και κατά τη Γερμανική Κατοχή δημιουργεί φιλικές σχέσεις με προσωπικότητες όπως τον ηθοποιό Maurice Chevalier. Κι αν κι από πολλούς θεωρήθηκε προδότρια εκείνην την περίοδο, καθώς τραγουδούσε σε νυχτερινά κέντρα που δούλευαν προς τέρψιν των Γερμανών αξιωματικών (πράγμα που της επέτρεπε και μία άνετη διαβίωση σ’ ένα πολυτελές διαμέρισμα στο 16ο Διαμέρισμα του Παρισιού), ο γραμματέας της Édith Piaf, Andrée Bigard, αποκάλυψε πως συνέβαινε το αντίθετο. Συγκεκριμένα, μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας, ο Bigard έβγαλε στη δημοσιότητα φωτογραφίες της Piaf να τραγουδά σε κέντρα κράτησης αιχμαλώτων, ενώ παράλληλα διευκόλυνε την εισαγωγή πλαστών εγγράφων προκειμένου Γάλλοι στρατιώτες να αποδράσουν. Το 1944 επιστρέφει στη δουλειά και ξεκινά μία ερωτική σχέση με τον Yves Montand, με τον οποίο εμφανίζεται σε παραστάσεις στο Moulin Rouge για τις δυνάμεις της Συμμαχίας. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε πως το 1945 γράφει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, η οποία δεν είναι άλλη από το «La Vie En Rose»…
… η οποία, όσο απίστευτο κι αν σας ακούγεται, εκείνη την περίοδο πέρασε απαρατήρητο! Ποιο; Το τραγούδι που σχεδόν κάθε ερωτευμένος αυτής της γης έχει ακούσει με εκείνο το ονειροπόλο βλέμμα στο κενό! Τέλος πάντων…
Μέχρι το 1947 έχει γίνει η δημοφιλέστερη ερμηνεύτρια της Γαλλίας, ενώ μετά τον πόλεμο ξεκινά να εμφανίζεται και πέρα από τα σύνορα της χώρας, με περιοδείες στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τη Νότιο Αμερική, ενώ το 1950 βοήθησε στο να αποκτήσει τη φήμη που τελικά απέκτησε ο Charles Aznavour, τον οποίο η Piaf πήρε μαζί της στη Γαλλία και τις ΗΠΑ για να ηχογραφήσει κάποια από τα τραγούδια του. Ειδικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και στην αρχή την αντιμετώπισαν με δισταγμό, μία κριτική από έναν Νεοϋορκέζο δημοσιογράφο απογείωσε τη φήμη της, με αυτό να οδηγεί σε επτά εμφανίσεις της Piaf στο The Ed Sullivan Show αλλά και δύο συναυλίες στο Carnegie Hall το 1956 και το 1957.
Στη Νέα Υόρκη γνωρίζει τον μποξέρ Marcel Cerdan, με τον οποίο συνάπτει ερωτική σχέση, και μάλιστα η σχέση αυτή είναι ένα από τα πιο διάσημα ρομάντζα της εποχής. Για εκείνον, μάλιστα, γράφει και το τραγούδι «Hymne à l’amour». Το 1949, όμως, ο Cerdan σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα, με την Piaf να μη συνέρχεται ποτέ πραγματικά από το χαμό. Το 1951 κι έπειτα από ένα τροχαίο που είχε με τον Charles Aznavour, οι γιατροί της δίνουν μορφίνη, την οποία ανακατεύει με αλκοόλ, επιδεινώνοντας έτσι μία ήδη άσχημη κατάσταση.
Το 1952 παντρεύεται τον τραγουδιστή Jacques Pills, είναι ήδη υπό την επήρεια των καταχρήσεων, αλλά παρ’ όλα αυτά φέρνει εις πέρας τις ηχογραφήσεις. Τον Ιανουάριο του 1955 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Paris Olympia, με το μεγαλοπρεπή χώρο να είναι εκείνος όπου η Piaf έζησε από τις μεγαλύτερες στιγμές της δόξας της. Μάλιστα παρά την κακή κατάσταση της υγείας της – σωματικής και ψυχολογικής – , η πρώτη της εμφάνιση στο Olympia ήταν μία από τις πιο μεγαλειώδεις της Édith Piaf. Το 1958 είναι απολαμβάνει τις δάφνες της διεθνούς αναγνώρισης, ενώ το 1958 κι έχοντας χωρίσει από τον Pills, ξεκινά άλλη μία έντονη σχέση με το συνθέτη . Εκείνος, συνθέτει για χάρη της το τραγούδι «Milord», το οποίο βιώνει την επιτυχία το 1960.
Το 1960 η κατάσταση της Édith Piaf επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο εξαιτίας ενός ακόμη τροχαίου ατυχήματος. Παρ’ όλα αυτά και στην προσπάθειά της να σώσει το Paris Olympia από τη χρεοκοπία, στρώνεται στη δουλειά και παρουσιάζει για πρώτη φορά το τραγούδι που ακόμη και σήμερα προκαλεί ανατριχίλες συγκίνησης λόγω της δυναμικής του. Το τραγούδι που αντικατοπτρίζει τι συμπεράσματα έβγαλε η ίδια από τη ζωή της.
Αν και κυριολεκτικά τρέκλιζε και μετά βίας στεκόταν όρθια επάνω στη σκηνή, η Édith Piaf ενθουσιάζει το παρευρισκόμενο κοινό. Το 1961 γνωρίζει τον κατά πολύ νεότερό της Έλληνα Θεοφάνη Λαμπούκα. Οι δύο τους ξεκινούν μία ερωτική σχέση, τον αποκαλεί «Τεό Σαγαπό» και παντρεύονται τον Οκτώβριο του 1962.
Η Édith Piaf «σβήνει» σε ηλικία 47 ετών ένα χρόνο μετά, στις 11 Οκτωβρίου στο Grasse της Γαλλικής Ριβιέρας, από κίρρωση του ήπατος. Την ίδια μέρα, μάλιστα, ο φίλος της και σκηνοθέτης Jean Cocteau πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ο Τεό έμεινε πλάι της μέχρι το τέλος, φροντίζοντάς την, ενόσω η ίδια είχε φτάσει να ζυγίζει μόλις 30 κιλά και με κατά διαστήματα έλλειψη αντίληψης. Μετέφερε τη σωρό της στο Παρίσι και την έθαψε στο Κοιμητήριο Père Lachaise δίπλα στην κόρη της, Marcelle. Στον ίδιο τάφο βρίσκονται κι ο πατέρας της Édith Piaf, Louis-Alphonse Gassion, αλλά και ο Τεό, και στην πλάκα είναι χαραγμένο το όνομα «Οικογένεια Gassion-Piaf». Στην κηδεία της παρευρέθηκε πλήθος κόσμου για να αποχαιρετήσει την ερμηνεύτρια που τους άγγιξε όσο κανείς άλλος.
Η ζωή της Édith Piaf ενέπνευσε μία σειρά ταινιών και παραστάσεων, με την πιο γνωστή να είναι η ταινία «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο» («La Môme»), η οποία και χάρισε στη Marion Cotillard – η οποία υποδύθηκε την Piaf – το Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου. Όπως και να έχει, όμως, όλοι θα θυμόμαστε με δέος τη μικροκαμωμένη αλλά τόσο πεισματάρα και γεμάτη θέληση ερμηνεύτρια που μέσα από τα τραγούδια της μιλά ακόμα στον κόσμο της μουσικής – κι όχι μόνο.