Ποιος δεν έχει δει έστω μία κινηματογραφική μεταφορά της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας»; Ποιος δε έχει ακούσει για τον Όλιβερ Τουίστ ή τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (όχι, δε μιλάω για το μάγο!); Και ποιος δε συγκινήθηκε από την ιστορία της Εστέλλα και του Πιπ; Μήπως ήρθε η ώρα να μάθουμε μερικά πράγματα παραπάνω για τον «πατέρα» όλων αυτών των εντυπωσιακών χαρακτήρων; Συμφωνώ, και σήμερα είναι η κατάλληλη μέρα!
Ο Charles John Huffam Dickens γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1812 στο νησί Portsea κοντά στο Πόρτσμουθ κι ήταν ο δεύτερος στη σειρά από τα οκτώ παιδιά των John και Elizabeth Dickens. Ο πατέρας του Charles εργαζόταν στην Υπηρεσία Μισθοδοσίας του Ναυτικού. Η αμοιβή ικανοποιητική μεν, αλλά η κακή οικονομική διαχείριση οδήγησε πολλές φορές την οικογένεια στα όρια της φτώχειας, μέχρι που το 1824 ο John Dickens φυλακίστηκε για χρέη. Ο ίδιος ο Charles παράτησε το σχολείο σε ηλικία δεκαπέντε ετών για να δουλέψει σε διάφορες δουλειές, με τις συνθήκες εργασίας να είναι απάνθρωπες. Το γεγονός αυτό πιθανώς και να ενέτεινε το συγγραφικό του χαρακτήρα, καθώς σε όλα του τα έργα διαχέεται ο συναισθηματισμός κι η αντίθεση του Dickens στην κοινωνική ανισότητα, ειδικά στον αυτοβιογραφικό «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ». Στο ενδιάμεσο, ο Dickens «ταξίδευε» με τα βιβλία του Tobias Smollett και του Henry Fielding, ενώ διάβαζε ξανά και ξανά τις «Χίλιες και Μία Νύχτες».
Μία κληρονομιά από τη μεριά της μητέρας του ήταν η ευκαιρία ώστε να κλείσουν οι λογαριασμοί των χρεών του John Dickens κι ο ίδιος να αποφυλακιστεί. Ο Charles, όμως, αποκομμένος πλέον από τη σχέση με τον πατέρα του, ξεκίνησε να δουλεύει σε δικηγορικό γραφείο κι αργότερα ως στενογράφος στα δικαστήρια. Ζώντας όμως το νομικό σύστημα – και κυρίως τις αδικίες που έβλεπε – , άφησε σύντομα αυτή τη δουλειά και άρχισε να εργάζεται ως ανταποκριτής εφημερίδας. Μάλιστα έγινε γρήγορα γνωστός για την ακρίβεια και την ταχύτητά του στη μετάδοση των ειδήσεων.
Από το 1833 κι ύστερα η ενασχόληση του Charles Dickens ήταν μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας, εκδίδοντας, μάλιστα τις ιστορίες του σε επεισόδια. Όπως έγινε όσο δούλευε στο νομικό κλάδο, έτσι κι ως δημοσιογράφος γνώρισε την πολιτική ζωή. Συνειδητοποίησε πως όλα ήταν «κομμένα και ραμμένα» στα μέτρα των ισχυρών, πράγμα για το οποίο έδειξε σθεναρά την εναντίωσή του, όντας επικριτικός στη δουλειά του. Ήταν όμως και το μόνο που μπορούσε να κάνει. Έτσι άρχισε να στρέφεται περισσότερο στη λογοτεχνία.
Η λογοτεχνία τον βοήθησε όχι μόνο να γίνει γνωστός – κάτι που έτσι κι αλλιώς αποζητούσε κι ο ίδιος – αλλά και να εδραιώσει τις θέσεις του στις κοινωνικές αδικίες. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν «Τα Χαρτιά του Πίκγουικ» το 1836, στο οποίο με έδρα το Λονδίνο, δημιουργεί χαρακτήρες που ανταποκρίνονταν σε όσα είδε στη νομική και δημοσιογραφική του πορεία.
Οι ιστορίες, όμως, που στην κυριολεξία «απογείωσαν τη συγγραφική καριέρα του Dickens ήταν ο «Όλιβερ Τουίστ» κι ο «Νίκολας Νίκλεμπι» το 1839. Σκιαγραφώντας με ακρίβεια τη ζοφερή καθημερινότητα των – απλών και φτωχών – Λονδρέζων, ο Dickens κατάφερε να «μιλήσει» στο αναγνωστικό κοινό.
Η φήμη του φτάνει και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και ταξιδεύει το 1842 και μένει για ένα διάστημα πέντε μηνών. Η φήμη του αυτή, φυσικά, δεν τον εμπόδισε να θίξει τα «κακώς κείμενα» και της Αμερικανικής κοινωνίας, όπως τη δουλεία.
Δύο χρόνια μετά βλέπει το φως της δημοσιότητας η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», η διάσημη ιστορία του τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ και τη «μεταμόρφωσή» του σε καλόκαρδο φιλάνθρωπο. Εμμένοντας και πάλι στις κοινωνικές αδικίες, ο Dickens χρησιμοποιεί τα Χριστούγεννα για να εδραιώσει την πεποίθηση πως το «διάσημο» Χριστουγεννιάτικο πνεύμα θα έπρεπε να ζει όλο το χρόνο κι οι άνθρωποι να το αγκαλιάζουν κάθε στιγμή.
Το 1850 εκδίδεται ολοκληρωμένος ο αυτοβιογραφικός – όπως προείπα – «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», τον οποίο ο Ντίκενς ξεκίνησε να τον δημοσιεύει σε συνέχειες το 1849. Αφορμή για τον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» στάθηκαν οι απάνθρωπες συνθήκες που συνάντησε την περίοδο που εργαζόταν για να ζήσει την οικογένειά του όσο ο πατέρας του ήταν στη φυλακή για τα χρέη του, ενώ η «συνέχεια» για να καταδείξει το άδικο νομικό σύστημα και τον εργασιακό «μεσαίωνα» που αντιμετώπισε ήταν ο «Ζοφερός Οίκος» το 1853 κι η «Μικρή Ντόριτ» το 1857.
Μια μικρή «στροφή» στο λογοτεχνικό έργο του Dickens είναι η «Ιστορία των Δύο Πόλεων» το 1859, με φόντο τη Γαλλική Επανάσταση. Έχοντας πρώτα μελετήσει εις βάθος τη συγκεκριμένη περίοδο, ο Dickens συνέθεσε μία ιστορία έρωτα, αποφασιστικότητας, θάρρους, αλλά και προδοσίας. Στη συνέχεια, το 1861, έρχονται οι «Μεγάλες Προσδοκίες», το οποίο για πολλούς παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τον «Κόπερφιλντ», χρησιμοποιώντας μάλιστα παρόμοιο μοτίβο δράσης.
Η ευαισθησία του Dickens για τον αδύναμο δε φαινόταν μόνο στα έργα του, αλλά φρόντιζε να δραστηριοποιείται κι έξω από τις σελίδες αυτών. Μεταξύ πλήθους εράνων και φιλανθρωπικών δράσεων, μία από τις πιο γνωστές είναι εκείνη της ίδρυσης του «Urania Cottage» το 1847, μία πρωτοβουλία με την οποία δινόταν στέγη σε άστεγες γυναίκες. Επρόκειτο στην ουσία για μία πρωτοβουλία «επανένταξης» αυτών των γυναικών στην κοινωνία.
Ο Dickens άφησε την τελευταία του πνοή στις 9 Ιουνίου του 1870, με το διαχρονικό και συνάμα πάντα επίκαιρο έργο του να έχει γίνει ανάρπαστο και να προκαλεί δέος όχι μόνο στο αναγνωστικό κοινό αλλά και στους συγγραφικούς κύκλους.