Σε κάποιες νεοταβέρνες, νεομεζεδοπωλεία και ό,τι νεοεμφανιζόμενο σε τρέχουν με τα τηγανητά προκατεψυγμένα, με το χύμα κρασί και τσίπουρο χωρίς ταυτότητα. Τι θα πιεις και τι θα φας χωρίς να ξενυχτήσεις από τις καούρες που θα σε επισκεφτούν καταμεσής της νύχτας και με ποιον τρόπο θα αποφύγεις τον πρωινό πονοκέφαλο;
Το φαγητό σε τέτοιου είδους μαγαζιά επηρεάζεται κυρίως από δύο παράγοντες: μια σταθερά και μια μεταβλητή. Η σταθερά είναι οι κατάλογοι των προμαγειρεμένων βαθιάς καταψύξεως: το φαγάκι πάει από τη βαθιά στο φούρνο μικροκυμάτων και από εκεί στο τραπέζι… Εξ ου και οι πληθωρικοί κατάλογοι εδεσμάτων σε μαγαζιά με λιλιπούτειες κουζίνες και σκιώδεις μάγειρες.
Η μεταβλητή είναι το concept του μαγαζιού. Τι μαγαζί είναι τούτο; Κουλτουριάρικο; Alternative; Νεορουστίκ; Με έμφαση στην ποιότητα; Στην ποσότητα…; Όλα μαζί; Το concept διαμορφώνει και το ντεκόρ του χώρου και εν μέρει το μενού.
Δυστυχώς η μεταβλητή/concept μετατόπισε τον ομφάλιο λώρο του μαγαζιού: από το ψυγείο στο πάντρεμα καταψύκτης-μικροκυμάτων. Ο μετασχηματισμός αυτός εκφράζεται στο τραπέζι με πληθώρα ίδιων, απαράλλαχτων προκάτ εδεσμάτων, που υποδύονται ότι είναι ταυτοχρόνως παραδοσιακά/χωριάτικα. Μυζηθροπιτάκια, σαγανάκια, γιουβετσάκια σφηνωμένα μέσα σε πήλινα, μελιτζάνες( χειμώνα-καλοκαίρι) που κολυμπούν κρόουλ σε ύποπτα λάδια. Προκάτ και προβλέψιμα, «ό,τι πρέπει» για στομαχικούς. Και φτάνουμε και στο επιδόρπιο: Αναπλήρωμα γιαούρτης made in EU, από κουβά, με ταγγισμένα καρύδια και βουλγάρικο μέλι…
Τι είναι τελικά αυτό το είδος νεο-μαγαγαζιού ;Είναι οι άνθρωποι που συχνάζουν και πάνε εκεί όχι για να φάνε, αλλά απλώς για να «βγουν»; Δεν θέλουν να φάνε. Εξ ου αυτό το νέο είδος μαγαζιού δεν είναι ταβέρνα, δεν είναι εστιατόριο, δεν είναι κουτούκι, δεν έχει μάγειρα, δεν έχει επαγγελματίες σερβιτόρους. Γενικά δεν έχει ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. Ορίζεται αποφατικά. Και λατρεύεται από ευλαβείς νεοέλληνες / νεο-something, με συγκεχυμένη εικόνα της παράδοσης και της γεύσης…