από τον Δημήτρη Καραθάνο*
Θα τραβούσε εικόνες με smartphone αν ζούσε σήμερα; Δύσκολο να εικάσεις. Για την τεχνολογία ήταν πάντοτε αδιάφορος, η διακριτικότητα ωστόσο τον έθελγε σταθερά. Ανακάλυψε τις Leica το 1932, αγόρασε το πρώτο του μοντέλο των 35mm στη Μασσαλία όντας 24 ετών, και για τα επόμενα 70 χρόνια δεν το εγκατέλειψε ποτέ. Χρησιμοποιούσε φακό των 50 μιλιμέτρ, ενίοτε των 90, χωρίς κανένα πρόσθετο. Ούτε τρίποδες, ούτε φλας, χωρίς κάτοπτρο ή λοιπά βοηθήματα. Και δίχως την παραμικρή επεξεργασία. Ένα ήταν το θέσφατο του Magnum, του πρακτορείου που σύστησε το 1947, μαζί με τον Ρόμπερτ Κάπα, τον Ντέιβιντ Σέιμουρ και τον Τζορτζ Ρότζερ: το δικαίωμα του καλλιτέχνη στην ακεραιότητα της δουλειάς του. Η εμμονή του στη χρήση φυσικού φωτός και την όποια επέμβαση να πραγματοποιείται επί της κάμερας, αντί του σκοτεινού θαλάμου, υπήρξε παροιμιώδης. Ποτέ του δεν έμαθε άλλωστε πώς να τυπώνει τις φωτογραφίες του. Αλλά και ουδέποτε παρενέβη τον νόμο των τρίτων στη σύνθεση, τον οποίο εφάρμοζε ευλαβικά.
Καμουφλάριζε τη μηχανή του εξαρχής όσο πιο διακριτικά ήταν δυνατό. Κάλυπτε με μαύρη μονωτική ταινία όλα τα γυαλιστερά μέρη. Συχνά έκρυβε τη Leica κάτω από μαντίλια. Του άρεσε να περνιέται για αόρατος, και σε γενικές γραμμές το πετύχαινε. Ελάχιστα πορτρέτα του επιβιώνουν. Όταν τιμήθηκε από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το 1975, έκρυψε το πρόσωπό του με ένα φύλλο χαρτιού για να μην φωτογραφηθεί. Επιπλέον, ήταν κρυπτικός σχετικά με τις μεθόδους του και παραχωρούσε συνεντεύξεις σπανίως.
Κάποτε ο Ντε Γκολ του δήλωσε πως οι φωτογράφοι του θύμιζαν κυνηγούς: στοχεύεις καλά, πυροβολείς γρήγορα, την κοπανάς απευθείας. Ο Cartier-Bresson συμφώνησε. Ήταν άλλωστε ξακουστός για την ταχύτητά του. «Εκείνο που με εξιτάρει», έλεγε, «είναι η καταδίωξη. Δεν τρέφω κανένα ενδιαφέρον για το θήραμα».
Ανέκδοτα σαν και αυτό, επιβεβαιώνουν την τυφλή του αφοσίωση στην αιχμαλωσία της «αποφασιστικής στιγμής», στην αποτύπωση του ιστορικού γεγονότος με κάθε διαθέσιμο μέσο. Συχνά μάλιστα, αγνοώντας το ίδιο το γεγονός, τις καθαυτού συμβάσεις της φωτοδημοσιογραφίας. Όταν κάλυψε τη στέψη του Γεώργιου ΣΤ΄, το 1937, προτίμησε να απεικονίσει τις ορδές των παρισταμένων, όχι την ίδια την τελετή. Ενώ μια από τις πλέον περίφημες εικόνες του, αποτυπώνει την κατάληψη της εξουσίας στην Κίνα από τους κομμουνιστές, το 1948, μέσα από ένα μαινόμενο πλήθος, «σαν ανθρώπινο ακορντεόν, παλλόμενο από αόρατα χέρια».
Παραμένει για πάμπολλους ο σημαντικότερος φωτογράφος που πέρασε ποτέ. Αλλά του άρεσε να απεκδύεται το αξίωμα. «Η μηχανή έβγαλε την εικόνα», χαριτολογούσε, «όχι εγώ». Συνέλαβε τον Μάη του ’68, την Κούβα του ’63, την Κίνα του Μάο. Έζησε την ατομική εποχή, την κούρσα των εξοπλισμών, την κατάκτηση του διαστήματος, την εφεύρεση της τηλεόρασης. Φωτογράφισε καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ηθοποιούς, φιλοσόφους, πολιτικούς. Τον Ματίς και τον Πικάσο. Τον Κένεντι και τον Τσε Γκεβάρα.
Τη Μέριλιν Μονρόε. Τον Σαρτ, τον Καμύ, τον Σαούλ Μπέλλοου και τον Έζρα Πάουντ. Όμως οι πλέον θρυλικές δουλειές του δεν είχαν τίποτε να κάνουν με διάσημα πρόσωπα ή εμβληματικές στιγμές. Το χάρισμά του ήταν να προσδίδει αθανασία σε φαινομενικά ελάσσονα σκηνικά. Μια γυναίκα που διασχίζει μια γέφυρα, ένας άντρας που πηδά ένα νερόλακκο, ένα ζευγάρι που κοιμάται σε κάποιο ρουμάνικο τρένο.
Ο Τρούμαν Καπότε, ο οποίος συνεργάστηκε μαζί του το 1946, τον περιέγραφε σαν «ερεθισμένη λιβελούλη, να χορεύει στο κράσπεδο με τρεις μηχανές να κρέμονται από τον λαιμό του, μια τέταρτη στο ύψος του βλέμματός του, η κάμερα μια προέκταση του κορμιού του, να κλικάρει με ευδαιμονική ένταση». Ο Henri Cartier-Bresson γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1908. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 2004.