Καλημέρα, καλημέρα, και καλό μήνα σε όλους τους φίλους του The K-Magazine! Και πώς να μην είναι όταν σήμερα έχει γενέθλια μία από τις πιο αγαπημένες φιγούρες του Hollywood; Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, μία ηθοποιό που με τη μοναδική της φωνή μάγεψε από πολύ νωρίς τον καλλιτεχνικό κόσμο.
Η Julia Elizabeth Wells γεννήθηκε την 1η του Οκτώβρη του 1935 στο «Walton-on-Thames του Surrey της Αγγλίας. Λίγο πριν ξεσπάσει όμως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι γονείς της χωρίζουν και ξαναπαντρεύονται. Η μητέρα της, Barbara Ward Wells τον Ted Andrews, κι ο πατέρας της – ο οποίος αργότερα αποκαλύφθηκε στην αυτοβιογραφία της Andrews πως… δεν ήταν πατέρας της! – και ο Edward Charles Wells μία κομμώτρια. Την τότε περίπου 4 ετών Julie και τον αδερφό της, John, πήρε ο Wells μαζί του στο Surrey όταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί από τους Ναζί στην Αγγλία, όσο η μητέρα των παιδιών μαζί με τον Andrews έδιναν παραστάσεις βαριετέ για τα αμερικανικά στρατεύματα με τη συνδρομή της ENSA (Entertainments National Service Association).
Σύντομα, όμως, τα παιδιά επιστρέφουν στη μητέρα τους, καθώς ο Wells θεωρούσε πως μόνο κοντά της θα μπορούσε η Julie να αναπτύξει τις καλλιτεχνικές της δεξιοτεχνίες. Τον πρώτο καιρό που έζησε με τη μητέρα και τον πατριό της η Andrews το θυμάται με θλίψη. Όχι μόνο γιατί η ζωή τους ήταν φτωχική, αλλά κι επειδή ο πατριός της ήταν αλκοολικός και παρουσίαζε επιθετικότητα. Όταν, όμως, άρχισαν να «ανεβαίνουν» οι δουλειές, η οικογένεια μετακόμισε σε καλύτερο περιβάλλον, ενώ φρόντισαν και για την καλλιτεχνική εκπαίδευση της Julie, στην αρχή στη σχολή Cone-Ripman του Λονδίνου και στη συνέχεια έκανε ιδιαίτερα μαθήματα με τη σοπράνο και καθηγήτρια φωνητικής Madame Lilian Stiles-Allen. Για τη δασκάλα της η Andrews λέει: «είχε μία απίστευτη επιρροή επάνω μου. Ήταν σαν τρίτη μητέρα μου». Η δε Stiles-Allen γράφει στη βιογραφία της για την Andrews: «Το εύρος, η ακρίβεια κι ο τόνος της φωνής της Julie με κατέπληξαν.». Μετά το Cone-Ripman η Andrews συνέχισε τις σπουδές της σε δημόσιο σχολείο του Beckenham.
Το 1945 ξεκίνησε να εμφανίζεται «φιλικά» – μια που το όνομά της δεν αναφερόταν πουθενά – με τον πατριό και τη μητέρα της. Μάλιστα είχε φτάσει η στιγμή να πηγαίνει για ύπνο το μεσημέρι γιατί «θα τραγουδούσα με τη μαμά και το μπαμπά το απόγευμα». Το ντεμπούτο της η Andrews το έκανε όταν ο πατριός της τη σύστησε στον ιμπρεσάριο Val Parnell της Moss Empires, η οποία διήυθυνε τα μεγαλύτερα θέατρα του Λονδίνου. Έτσι σε ηλικία 12 ετών η Julie Andrews βρέθηκε στη σκηνή του London Hippodrome τραγουδώντας το «Je Suis Titania» της κωμικής όπερας «Mignon». Ω, του θαύματος, βρήκα και ντοκουμέντο!
Το Νοέμβριο του 1948 η Julie Andrews ήταν η νεότερη solo performer, ενώ συνεργάστηκε με τους Danny Kaye και τους Αδερφούς Nicholas.
Στη συνέχεια ακολούθησε τους γονείς της στην τηλεοπτική τους καριέρα, εμφανιζόμενη σε σειρές όπως το «Educating Archie», όπου ήταν σταθερό μέλος του καστ από το 1950 ως το 1952. Παράλληλα εμφανίστηκε σε παραστάσεις στο London Casino του West End, όπου ερμήνευσε ρόλους σε παραστάσεις όπως ο «Aladdin» και η «Σταχτοπούτα».
Φτάνοντας στις ΗΠΑ
Στο Σεπτέμβριο του 1954 και σε ηλικία 19 ετών, η Julie Andrews κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην παράσταση του Broadway «The Boy Friend», ένα μιούζικαλ που είχε ήδη γίνει μεγάλη επιτυχία στο Λονδίνο. Η Julie Andrews εντυπωσιάζει κοινό και κριτικούς κι ακολουθεί η πρόταση να υποδυθεί την Eliza Doolittle στο «Ωραία μου Κυρία». H Andrews περνά από ακρόαση και παίρνει το ρόλο. Η παράσταση ανεβαίνει το 1956 κι η ερμηνεία της Andrews τη φέρνει στις υποψηφιότητες για βραβείο Tony και πείθει το συνθέτη Richard Rodgers να τη συμπεριλάβει στο τηλεοπτικό project της «Σταχτοπούτας» το 1957. Για τη «Σταχτοπούτα», η Andrews φτάνει να είναι υποψήφια για Emmy, ενώ μέχρι το 1962 είναι guest σε πολλά από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά shows της εποχής.
Mary Poppins: δυναμική κινηματογραφική αρχή
Το 1963 η Julie Andrews ξεκινά τα γυρίσματα της ταινίας της Disney «Mary Poppins». Στην αρχή η Andrews αρνήθηκε το ρόλο καθώς ήταν έγκυος στην κόρη της από τον πρώτο της σύζυγο, το σχεδιαστή σκηνικών Tony Walton – με τον οποίο παρέμεινε παντρεμένη ως το 1967. Η Disney, όμως, καθώς τη θεωρούσε «τέλεια» για το ρόλο της Mary Poppins δεν έφερε αντίρρηση. Αντίθετα της είπαν «θα σε περιμένουμε».
Η «Mary Poppins» προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη και γίνεται αμέσως εισπρακτική επιτυχία, ενώ η Julie Andrews επιβραβεύεται για την ερμηνεία της με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ηθοποιού σε Κωμωδία/Musical, αλλά και με το Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου. Το δε album με τα τραγούδια της ταινίας κερδίζει Grammy ως Album της Χρονιάς.
Το 1964 η Julie Andrews συμπρωταγωνιστεί με τον James Garner στην πολεμική ταινία «The Americanization of Emily». Η ταινία τοποθετείται χρονικά το 1944 και πρωταγωνιστές της είναι ένας Αμερικανός αξιωματικός του Ναυτικού ο οποίος ερωτεύεται μία νεαρή Αγγλίδα κι αναγκάζεται να την αποχωριστεί για τις ανάγκες μίας επικίνδυνης αποστολής. Η Julie Andrews βραβεύτηκε για την ερμηνεία της με βραβείο BAFTA Α’ Γυναικείου Ρόλου, ενώ η ίδια, αλλά κι ο James Garner, χαρακτηρίζουν την ταινία ως «την αγαπημένη τους δουλειά».
Την επόμενη χρονιά ακολουθεί άλλο ένα κινηματογραφικό musical, η – κλασσική πια – «Μελωδία της Ευτυχίας». Και πάλι στο ρόλο της γκουβερνάντας, η Julie Andrews ενθουσιάζει, κερδίζει τη δεύτερη Χρυσή Σφαίρα της καριέρας της και αγγίζει και το Oscar, το οποίο τελικά κέρδισε η Julie Christie για το «Darling».
Την επιτυχία της «Μελωδίας της Ευτυχίας» ακολουθούν το 1966 η δραματική ταινία «Χαβάη», η οποία ήταν κι η πιο επιτυχημένη της χρονιάς εισπρακτικά, και το πολιτικό θρίλερ «Torn Curtain» του Alfred Hitchcock, με την Andrews να συμπρωταγωνιστεί με τον Paul Newman.
Μία μικρή πτώση και μία επάνοδος
Μετά το 1967 κι έχοντας πάρει διαζύγιο από τον Walton, η Andrews πρωταγωνιστεί στο «Star!» και το «Darling Lili» (το οποίο σκηνοθετεί ο δεύτερος σύζυγός της, ο Blake Edwards), με τις ταινίες, όμως, να μην είναι από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ηθοποιού. Παράλληλα χάνει από την Angela Lansbury τον κεντρικό ρόλο στην ταινία της Disney «Bedknobs And Broomsticks», πράγμα που την αναγκάζει να επιστρέψει στην τηλεόραση. Για μία σαιζόν η Andrews έχει το δικό της show στο δίκτυο ABC, το «The Julie Andrews Hour», το οποίο, αν και κέρδισε επτά βραβεία Emmy, δεν ανανεώθηκε.
Το 1982 κι έχοντας περάσει από μία πληθώρα τηλεοπτικών προγραμμάτων – συμπεριλαμβανομένου του «The Muppet Show» – παίρνει το διπλό ρόλο στην ταινία «Victor Victoria» με συμπρωταγωνιστή και πάλι τον James Garner. Η ταινία της εξασφαλίζει άλλη μία Χρυσή Σφαίρα καθώς και την Τρίτη της υποψηφιότητα για Oscar A’ Γυναικείου Ρόλου. Την επιτυχία της ταινίας ακολουθούν το «The Man Who Loved Women» με συμπρωταγωνιστή τον Burt Reynolds και τα «That’s Life!» και «Duet For One» το 1986, τα οποία φέρνουν την Andrews και πάλι υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα.
Το 1993 κι έπειτα από ένα πέρασμα από τα τηλεοπτικά πλατό, η Andrews υποδύεται και πάλι το ρόλο της Victoria Grant στη θεατρική παράσταση του «Victor Victoria» επιστρέφοντας στο Broadway έπειτα από απουσία 35 ετών. Αν κι είναι υποψήφια πάλι για βραβείο Tony – ήταν μάλιστα η μοναδική υποψήφια για εκείνη τη θεατρική περίοδο – , η Andrews απέρριψε την υποψηφιότητα καθώς θεώρησε πως η παραγωγή της παράστασης αντιμετωπίστηκε με περιφρόνηση.
Η φωνή κινδυνεύει να σβήσει
Το 1997 η Julie Andrews αναγκάζεται να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση προκειμένου να αφαιρέσει μη καρκινικά οζίδια που βρέθηκαν στις φωνητικές της χορδές τα οποία με τη σειρά τους δημιουργούσαν μία βραχνάδα στη φωνή της. Η επέμβαση, όμως, προκάλεσε τέτοια ζημιά τόσο στην ωδική ικανότητα της Andrews ενώ επηρέασε και τη χροιά της φωνής της ηθοποιού κατά την ομιλία. Αυτό την ανάγκασε το 1999 να υποβάλλει μήνυση κατά των γιατρών στο νοσοκομείο Mount Sinai, οι οποίοι υποστήριζαν πως η φωνή θα επανερχόταν στην κανονική της κατάσταση μέσα σε έξι εβδομάδες, μόνο που για δύο χρόνια δεν υπήρξε καμία αλλαγή. Το 2000 κι αφού η μηνυτήρια διαδικασία έκλεισε με συμβιβασμό, η Andrews υπεβλήθη σε άλλη μία επέμβαση η οποία διόρθωσε τη φωνή για την ομιλία, αλλά ήταν αδύνατο να επαναφέρει τη μαγική φωνή της Andrews.
Παρ’όλα αυτά, η Andrews δεν εγκαταλείπει. Το 2001 υποδύεται τη γιαγιά της Anne Hathaway στο «The Princess Diaries», ενώ στο sequel της ταινίας το 2004 τραγούδησε το «Your Crowning Glory» σε μουσική οκτάβα που να μπορεί να τραγουδήσει η ηθοποιός.
Κατά το γύρισμα μάλιστα η υπεύθυνη για τη μουσική της ταινίας, Dawn Soler, θυμάται πως «η ερμηνεία του τραγουδιού από την Andrews έφερε δάκρυα στα μάτια όσων ήταν μπροστά».
Η Andrews συνεχίζει τη συνεργασία της με τη Disney, ερμηνεύοντας τη νταντά της Eloise στη σειρά ταινιών της εταιρείας, ενώ κατά την πεντηκοστή επέτειο της Disney αναδεικνύεται ως Επίσημη Πρέσβειρα της Disney. Στη συνέχεια κάνει ένα «πέρασμα» από τη DreamWorks δίνοντας της φωνής της στη Βασίλισσα Lillian σε τρεις ταινίες του «Shrek», ενώ το 2007 επιστρέφει στη Disney ως αφηγήτρια στο «Enchanted». Το σίγουρο είναι πως δεν μένει ανενεργή ακόμη και σήμερα που κλείνει τα 80 της χρόνια.
Να σημειώσουμε επίσης πως το 2000 η Julie Andrews χρίζεται Ιππότης («Dame», εν προκειμένω) του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β’, ενώ την επόμενη χρονιά της απονεμήθηκε τιμητική μνεία από το Kennedy Center για τη συνολική της συμβολή στην τέχνη.
Σήμερα ευχόμαστε «Χρόνια Πολλά» στην πιο γλυκιά… νταντά του κινηματογράφου! Γιατί τα τραγούδια με την αφάνταστη γλύκα στη φωνή της Andrews θα είναι για όλους μας μία όμορφη ανάμνηση… την οποία φυσικά μπορούμε πάντα να βάζουμε στο replay σα μία «κουταλιά ζάχαρη το φάρμακο κατεβάζει»!