Το musical μέχρι τα τελευταία (περίπου) τρία χρόνια θεωρούνταν κάτι ξεπερασμένο και περισσότερο συνδεδεμένο με τις παιδικές ταινίες και την τελευταία εικοσαετία ελάχιστες ήταν οι ταινίες του είδους που ξεχώριζαν. Όμως αυτό φαίνεται πια να αλλάζει και πλέον το musical επιτρέπει στους νοσταλγούς του να επαναβιώσουν τη μαγεία του και μάλιστα ελκύει και σινεφίλ που μέχρι τώρα τα αντιμετώπιζαν διστακτικά. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτει και το “The Greatest Showman”.
Ο P. T. Barnum (Hugh Jackman), προερχόμενος από φτωχικό υπόβαθρο, αποφασίζει πως θα κάνει κάτι που θα μείνει αξέχαστο. Κάτι που θα δημιουργήσει νέους κόσμους και που θα τον οδηγήσει στην ζωή που ονειρεύεται για τον ίδιο, τη σύζυγό του και γόνο αριστοκρατικής οικογένειας Charity (Michelle Williams) και τις δύο του κόρες, Caroline και Helen. Με μαεστρία, λοιπόν, καταφέρνει να πάρει δάνειο και να αγοράσει ένα μουσείο κέρινων ομοιωμάτων, όμως η απήχηση του κοινού είναι αποκαρδιωτική. Τότε η ιδέα έρχεται από τις κόρες του: χρειάζεται κάτι ζωντανό. Έτσι θα στελεχώσει ένα τσίρκο και το πρώτο freak show (αν και δε μου αρέσει ο χαρακτηρισμός, δυστυχώς δεν υπάρχει μία ευγενέστερη έκφραση) με αξιοθαύμαστους ανθρώπους. Η δόξα είναι γλυκιά, κανείς δεν το έχει αρνηθεί ποτέ, όμως είναι αυτή πραγματικά το “Ένα Εκατομμύριο Όνειρα”;
Η ταινία εμπνέεται από τη ζωή του Αμερικανού επιχειρηματία P. T. (Phineas Taylor) Barnum, του ανθρώπου που έφερε τα freak shows στην Αμερική (κι έθεσε τις βάσεις στις οποίες αυτά υφίστανται ακόμη και σήμερα), ενώ θεωρείται και ο πατέρας της σύγχρονης διαφήμισης. Το σενάριο της ταινίας είναι των Jenny Bicks (“What A Girl Wants”, 2003) και Bill Condon (“Chicago”, 2002) ενώ στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθισε ο Michael Gracey.
Θα προσέξατε την αναφορά “εμπνέεται”, επειδή σαφώς κι υπάρχουν αποκλίσεις από την πραγματικότητα, τις οποίες δε θέλω να αναφέρω προς αποφυγήν spoilers. Βλέπετε, ο Barnum απέκτησε τη φήμη του πολυμήχανου επιχειρηματία, που όμως εξαπατούσε συχνά το κοινό και κατάφερνε να το προσελκύσει με ευρηματικά διαφημιστικά τρικ.
Όμως, με άξονα την επιθυμία του Barnum για κοινωνική ανέλιξη, η ταινία δεν αφηγείται απλά τη ζωή του Barnum την περίοδο που ήταν όντως ο μεγαλύτερος showman. Και για να λέμε του στραβού το δίκιο, ήταν. Προσέφερε στο κοινό θεάματα που ο κόσμος δε θα μπορούσε καν να διανοηθεί πως υπήρχαν και βρίσκονταν λίγο πιο πέρα από την πόρτα του σπιτιού τους. Ακόμη κι αν τα freak shows ήταν το cult της εποχής, δεν έπαυαν να είναι ένα show που θα συζητούνταν για πολύ καιρό. Επιπλέον, ο Gracey εστιάζει στην πτυχή του Barnum που αποζητά την αναγνώριση, πέρα από εκείνη της οικογένειάς του και του θιάσου του κι η ιστορία του συγκινεί τόσο που παραβλέπεις το γεγονός πως η πραγματικότητα κατά πάσα πιθανότητα απείχε από την κινηματογραφική αφήγηση – ίσως να είναι μάλιστα από τις περιπτώσεις όπου ο θεατής θα συγχωρούσε τις όποιες ανακρίβειες! Ακόμη κανείς δε μπορεί να αγνοήσει την επιθυμία των μελών του θιάσου να γίνουν αποδεκτοί κι όχι απλά ένα μέσο για να διασκεδάζουν οι “κανονικοί” άνθρωποι – άσε που, ποιος μπορεί να πει μετά βεβαιότητας τι θεωρείται πραγματικά “κανονικό”;
Όλα τα παραπάνω δε θα μπορούσαν αν αποδοθούν πιο ουσιαστικά παρά μόνο με τον τρόπο που θα επέλεγε ο ίδιος ο Barnum αν ζούσε στον 21ο αιώνα: με ένα λαμπρό show, “The greatest Show”, όπως αναφέρει και το εναρκτήριο τραγούδι. Ένα show με χρώμα, λάμψη, ρυθμό σύγχρονο και συνάμα σαγηνευτικό με συνοδεία τη μουσική των John Debney και Joseph Trapanese και τα τραγούδια των βραβευμένων με Oscar για το “City of Stars” του “La La Land” Pasek & Paul. Το τραγούδι “This Is Me”, μάλιστα, έφτασε και στις περσινές υποψηφιότητες των Oscars, χάνοντας τελικά από το “Remember Me” της ταινίας κινουμένων σχεδίων “Coco” της Pixar.
Αν και η ταινία αποτελείται από ένα εξαίρετο cast, θα ήθελα για λίγο να σταθώ στο Hugh Jackman. Όλοι μας έχουμε συνδέσει το Jackman με τον Wolverine των X-Men, όμως ο Jackman καταφέρνει (και πάλι) να αποδείξει πως οι δυνατότητές του δεν περιορίζονται σ’ έναν ρόλο που, ομολογουμένως, του ταίριαξε γάντι. Είναι ταλαντούχος, δίνει ζωή σε όποιο χαρακτήρα κληθεί να υποδυθεί (να θυμίσω το “The Prestige” ή το “The Fountain” για να σας πείσω;) και μόνο πρωτάρης δεν είναι στο είδος του musical. Αν μετά από αυτό εμείς ακόμη τον αποκαλούμε “Logan”, ε, τότε θα έχει κάθε δικαίωμα να μας κάνει κομματάκια με τα νύχια από αδαμάντιο!
Με λίγα λόγια; “Don’t fight it, it’s coming for you, running at ya”! Σας εύχομαι καλή διασκέδαση… σας την εγγυώμαι! Κι αν δεν καταλήξετε να σιγοτραγουδάτε τα τραγούδια ακόμη και μέρες μετά, εγώ τα παρατάω όλα για να γίνω ακροβάτις!
Πρωταγωνιστούν: Hugh Jackman, Michelle Williams, Zac Efron, Zendaya, Rebecca Ferguson, Keala Settle, Yahya Abdul-Mateen II, Paul Sparks κ.α.