από την Ιωάννα Χαλάτση-αρχιτέκτων*
Τριακόσια μέτρα από τον Παρθενώνα, στην ιστορική συνοικία Μακρυγιάννη, το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης δεσπόζει ως ένας σύγχρονος ιστορικός αφηγητής της ανθρώπινης παρουσίας στην Ακρόπολη, από την προϊστορική περίοδο μέχρι την Ύστερη Αρχαιότητα.
Το νέο Μουσείο Ακρόπολης κτίσθηκε για να στεγάσει κάθε αντικείμενο που έχει βρεθεί πάνω στο βράχο της Ακρόπολης και στους πρόποδές του, δίνοντας, μέσα από τις πλούσιες συλλογές του, μια ολοκληρωμένη εικόνα της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή.
Οι κριτικές για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, που σχεδίασε ο Γαλλοελβετός αρχιτέκτονας Μπερνάρ Τσουμί…πολλές: από Έλληνες αρχιτέκτονες, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες κριτικούς, θεωρητικούς.
Ας είμαστε όμως ειλικρινείς. Στην πραγματικότητα, οποιοδήποτε σύγχρονο κτίριο βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από το αριστούργημα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, οποιοσδήποτε τολμούσε να σχεδιάσει κάτι τόσο κοντά στον Παρθενώνα, θα δεχόταν την ίδια σκληρή κριτική.
“Υπήρξαν, ξέρετε, κάποιοι που υποστήριζαν ότι το Νέο Μουσείο θα έπρεπε να έχει το στυλ του Παρθενώνα. Ομως ποιος θέλει -εγώ τουλάχιστον δεν το ήθελα καθόλου- να μιμηθεί τον Φειδία;”, υποστηρίζει ο BernardTschumi, κάνοντας ταυτόχρονα εμφανή την πρόθεσή του να αναπτύξει, μέσω της αρχιτεκτονικής του, ένα διάλογο με το μνημείο και όχι να “κατασκευάσει” μια τεχνητή συνύπαρξη ανάμεσα στο νέο και στο παλιό.
Αναδεικνύοντας σε στρατηγικής σημασίας εργαλεία σχεδιασμού το φως και την κίνηση, η αρχιτεκτονική του Tschumi αποδίδεται μέσα από μία αφαιρετική γεωμετρική λογική. Μέσα από σεμνές αρχιτεκτονικές χειρονομίες, το Νέο Μουσείο μοιάζει σε πολλά σημεία να “υποχωρεί” οικειοθελώς, για να στρέψει την προσοχή στον Παρθενώνα. Είναι μία θέση, που αντανακλά την ίδια τη φιλοσοφία και το λόγο ύπαρξης του κτιρίου στο συγκεκριμένο τόπο και εκδηλώνεται μέσα από διαφορετικά εκφραστικά μέσα κάθε φορά: πότε με τους διαφανείς υαλοπίνακες, που διευκολύνουν (και, πολύ περισσότερο, καθοδηγούν) την άμεση οπτική επαφή με το αρχιτεκτονικό μνημείο στο τρίτο επίπεδο και τις υπόγειες ανασκαφές στον περιβάλλοντα χώρο, πότε με τον ίδιο τον προσανατολισμό του κτιρίου, που αναπτύσσεται παράλληλα με τον Παρθενώνα και πότε με την κίνηση των επισκεπτών εντός του Μουσείου, που παρομοιάζεται αρχιτεκτονικά με ανάβαση του Ιερού Βράχου…
Το κτίριο δίνει την αίσθηση ενός διάφανου χώρου, με απερίσπαστη θέα, όπου ο αρχαιολογικός χώρος εισχωρεί μέσα στο κτίριο.«Μουσείο του άπλετου φυσικού φωτός», έχει χαρακτηριστεί από πολλούς το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Όμως… πώς αλλιώς θα όφειλε να χαρακτηριστεί ένα Μουσείο, που εκπροσωπεί την ανθρώπινη παρουσία κάτω από τον ελληνικό ήλιο στους αιώνες των αιώνων, που αναδεικνύει μέσω της διαφάνειας και του φωτός τα εκθέματά του και εκπροσωπεί την εννοιολογική καθαρότητα της αρχαίας Ελλάδας ;
Ο Μπερνάρ Τσουμί, ο Γαλλοελβετός αρχιτέκτονας του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, αποτελεί μια ισχυρή αρχιτεκτονική φυσιογνωμία, αναγνωρισμένη παγκοσμίως. Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν το Πάρκο της Vilette στο Παρίσι (η Πόλη της Μουσικής, των Επιστημών και της Βιομηχανίας), η επέκταση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης,η Γυάλινη Βιντεοθήκη του ολλανδικού μουσείου Γκρόνινγκεν και οι εγκαταστάσεις της εταιρείας Vacheron-Constantin στη Γενεύη. Ωστόσο, το Μουσείο της Ακρόπολης αποτέλεσε και για τον ίδιο τον αρχιτέκτονα μια σημαντική πρόκληση, δεδομένου ότι κλήθηκε να σχεδιάσει ένα έργο σε διάλογο με το πολυτιμότερο μνημείο της Ανθρωπότητας.
Το σύγχρονο κτίριο του Μουσείου θεμελιώθηκε το 2003 και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 2007 σε σχέδια του αρχιτέκτονα BernardTschumi.Στα εγκαίνια του Μουσείου, στις 20 Ιουνίου του 2009, ο τότε υπουργός Πολιτισμού Α. Σαμαράς, σε μια συμβολική κίνηση, που συμπύκνωνε μέσα της το ελληνικό αίτημα για την επιστροφή των γλυπτών και την επανένωση των μαρμάρων στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, τοποθέτησε κομμάτι μαρμάρου που επιστράφηκε από το Μουσείο του Βατικανό, στη μετόπη του Παρθενώνα.
Μάλιστα, ο ίδιος ο αρχιτέκτονας του Μουσείου υποστήριξε πως, τώρα πλέον που το κτίριο ολοκληρώθηκε και όλοι μπορούν να δουν την ποιότητα του φωτός αλλά και τον τρόπο ανάδειξης των εκθεμάτων σε σύγκριση με τον αντίστοιχο στο Βρετανικό Μουσείο, «η ίδια η λογική απαιτεί να επιστρέψουν τα γλυπτά του Παρθενώνα στον τόπο τους».
Άλλωστε, μόνο τότε ο επισκέπτης θα έχει την ευκαιρία να τα αντικρίσει κάτω από τον ελληνικό ήλιο, από τον ίδιο τον ήλιο που τα “γέννησε” και κάτω από τον οποίο δημιουργήθηκαν. Και κάτω από τον οποίον είναι φτιαγμένα για να τα αντικρίζουμε όλοι μας.
*H Ιωάννα Χαλάτση είναι μέλος των pro.plus.ma arkitektones , για τους οποίους μπορείτε να διαβάσετε πατώντας εδώ
Επίσης μπορείτε να κάνετε like στη σελίδα τους στο facebook http://www.facebook.com/pro.plus.ma.arkitektones?fref=ts