Η Ρούλα Καρακούση συνάντησε και μας συστήνει την Αντωνία Γιαννούλη. Γεννήθηκε στην Τρίπολη όπου έμεινε μέχρι τα 18, σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα τελείωσε και το Θέατρο Τέχνης. Γύρεψε το θέατρο και μέσα από τις σπουδές της σε Παρίσι και Δανία. Στη Δανία τη σημάδεψαν, όπως μου είπε, οι σπουδές της στο Ανθρωπολογικό Κοινωνικό Θέατρο του Εουτζένιο Μπάρμπα. Εκεί ανακάλυψε έναν άλλο τρόπο να λες πράγματα χωρίς να μιλάς. Και σήμερα δηλώνει ευτυχής που όσα έμαθε τότε εκεί χρησίμευσαν τώρα στην «Ρίζα του 5», την παράσταση που πρωταγωνιστεί.
Η θεατρική ομάδα «7η ΘΥΡΑ» ανεβάζει φέτος στο θέατρο «Βαφείον» το έργο «Ρίζα του 5», το οποίο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα του Χρήστου Παπαμιχάλη «Maybe». Μου εξηγεί:
Αντωνία Γιαννούλη: «Σε μια εποχή που όλα αλλάζουνε και τίποτα δεν μένει σταθερό, ήρθε η ώρα να γυρίσουμε στον πυρήνα, δηλαδή στην αιτία όλων, την οικογένεια. Αυτό διαπραγματεύεται και το έργο, την ελληνική οικογένεια και πιο συγκεκριμένα την αποδομή αυτής. Στη σκηνή βρίσκομαι με τον Βαγγέλη Ρόκκο, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί πιο παλιά στην τηλεόραση αλλά το θέατρο είναι αυτό που μας έφερε κοντά. Το «5» είναι τα 5 μέλη μια οικογένειας. Η μητέρα, ο πατέρας και τα τρία παιδιά. Ο καθένας είναι η ρίζα των προβλημάτων του άλλου. Διότι μέσα από την πολλή αγάπη και την υπερπροστασία δεν αναγνωρίζεται στα μέλη το δικαίωμα να αναπτύξουν αυτό που θέλουν και αυτό που μπορούν. Η συναισθηματική αγάπη γίνεται και συναισθηματική φυλακή. Οι ρόλοι είναι πέντε αλλά οι ηθοποιοί είναι δυο και αυτό έγινε για να αποκτήσει μεγαλύτερο δραματουργικό ενδιαφέρον το κείμενο, δουλειά του Σήφη Βαρδάκη του σκηνοθέτη μας. Δυο άνθρωποι που επωμίζονται πέντε διαφορετικούς ρόλους έχει ενδιαφέρον και για το θεατή».
Συζητάμε για την παράσταση και της ζητάω να παραλληλίσουμε τη θέση των ηρώων αυτής της οικογένειας με τη δική μας θέση στο δικό μας σπίτι. Οι κουβέντες που ξεστομίζουν είναι βαριές, είναι όμως δυστυχώς πολύ αληθινές.
«Μισή ώρα παρέα, απουσία μια ολόκληρη ζωή», της λέω. Την άκουσα από την ίδια και πόνεσα.
Α.Γ.: «Είμαι η σκέψη του μεγάλου γιου, του Δημήτρη, που έχει πάει να τον συλλυπηθεί ο έρωτας της ζωής του ο Γιάννης. Βρέθηκαν μια φορά και μοναδική και έπειτα ο Γιάννης έκανε τη δική του οικογένεια. Παίρνει πολύ μεγάλες διαστάσεις αυτή η κουβέντα. Ακόμα κι όταν είμαστε μια ζωή με έναν άνθρωπο, μπορεί δυστυχώς να είναι πολύ αληθινή η φράση αυτή».
Σε σκηνή του έργου ο μπαμπάς του έργου στα πλαίσια του αδιάκοπου θρήνου του για την κόρη που έχασε, ξημερώνεται στο νεκροταφείο και μιλάει με συγγενείς ανθρώπων που έφυγαν από τη ζωή.
Α.Γ.: «Είναι μια πολύ αληθινή εικόνα αυτή. Βλέπω πολύ κόσμο όταν πηγαίνω στο νεκροταφείο, να μιλάει με τα μνήματα. Να σου εξομολογηθώ, τα πρώτα χρόνια που είχαμε χάσει το μπαμπά μου, το είχα πολλή ανάγκη κι εγώ να πηγαίνω, ακόμα και τώρα, και να του μιλάω. Νιώθεις ότι του μιλάς, είναι η ανάγκη αυτών που μένουν. Στο έργο ο μπαμπάς λέει πως στα νεκροταφεία βρίσκεις ανθρώπους να μιλήσεις, γιατί στον πόνο του ο άλλος θυμάται την ανθρωπιά του».
«Εμένα δεν με αγάπησε ποτέ κανένας, εμένα δεν με έμαθε ποτέ κανένας». Αυτά είναι λόγια της μάνας του έργου. Αλήθεια πικρή; Παράπονο δικαιολογημένο;
Α.Γ.: « Είναι μια αλήθεια γενική. Και εμάς μας έχουν αγαπήσει και εμείς έχουμε αγαπήσει ανθρώπους με τον τρόπο που θέλαμε εμείς να τους αγαπήσουμε, όπως τους βλέπαμε εμείς. Αυτό είναι το παράπονό της. Μάλλον πρέπει να πιστέψουμε πως η ηρωίδα δεν μπόρεσε να νιώσει πως την αγάπησε και ο άντρας της και τα παιδιά της γιατί έδωσε προτεραιότητα στα στεγανά της κοινωνίας και πήρε εξαιτίας της και άλλους ρόλους, που ενδεχομένως να μην ήθελε να τους επωμιστεί».
Ένα από τα παιδιά της οικογένειας είναι ομοφυλόφιλος και η αντιμετώπιση από την οικογένεια και τη κοινωνία σκληρή.
Α.Γ.: «Μου είπανε άνθρωποι που είναι ομοφυλόφιλοι πως μόνο το κέντρο της Αθήνας είναι ανοιχτό, μόνο εκεί μπορούν να εκφραστούν άνετα. Στα υπόλοιπα μέρη και ειδικά στην επαρχία είσαι καρικατούρα. Αυτό είναι και λίγο θλιβερό, το γεγονός ότι μιλάμε για καθαρά θέμα απόλαυσης. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που δεν έρχεται σε συνουσία μόνο για αναπαραγωγή. Η επιλογή συντρόφου δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιλογή απόλαυσης. Είναι τρομακτικό το γεγονός πως αυτό στις μέρες μας είναι ικανό να περιθωριοποιήσει , να αποτελέσει φραγμό. Η ίδια η μάνα στο έργο το πήρε ως τιμωρία το γεγονός πως ο γιος της είναι ομοφυλόφιλος. Για δυο πράγματα λέγανε οι παλιοί όμως δεν πρέπει να παρεμβαίνουν οι γονείς. Για την επιλογή επαγγέλματος και για την επιλογή συντρόφου».
Γελάμε και οι δυο. Ειρωνικά. Μάλλον είναι τα δυο πράγματα με τα οποία ασχολούνται ως επί το πλείστον οι γονείς στην ελληνική τουλάχιστον οικογένεια.
Την απορία μου για το πώς γίνεται να μη μιλάνε οικογένειες και αδέρφια μεταξύ τους ενέτεινε το θεατρικό αυτό έργο. Με βάση αυτό μου έδωσε μια εξήγηση μιλώντας μου για χαμένες ισορροπίες.
Α.Γ.: «Ένα μέλος ισχυρό που είναι η μάνα, χάνει ξαφνικά ισορροπία με τον εαυτό της, έχει τα δικά της ψυχολογικά αδιέξοδα κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ευνουχίσει το αρσενικό, να ευνουχίσει τον πατέρα του σπιτιού, να του στερήσει την οντότητα του, με το να του γκρινιάζει και να του λέει συνεχώς πως είναι ανεπαρκής. Χάνεται αυτόματα ένας ρόλος, ο πατέρας, σταματά να είναι πρότυπο. Και κάπου εκεί αρχίζουν τα προβλήματα και με τα παιδιά, όταν δεν υπάρχει ισορροπία μεταξύ των δυο ρόλων »
Κάθε σπίτι κρύβει το μυστικό του… Έτσι γράφει ο Χρήστος Παπαμιχάλης στο «Maybe». Ισχύει ε; Η ερώτηση που έγινε και η απάντηση που ακολούθησαν περιείχαν και οι δυο ένα μάγκωμα και ένα φόβο. Είναι από τις ερωτήσεις και από τις απαντήσεις που δεν μπορούν να κρύψουν τις δεύτερες σκέψεις μας.
Α.Γ.: «Κάθε πόρτα όταν κλείνει κρύβει πίσω της ένα μικρό ή μεγάλο μυστικό. Δε λέγονται αυτά. Ίσως αν τα λέγαμε, να μην υπήρχαν κιόλας. Ίσως όταν παραδέχεσαι κάτι το πολεμάς κιόλας. Κι ακόμα κι αν δεν αλλάζει, εξοικειώνεσαι με αυτό και συμφιλιώνεσαι».
Πέντε στο θέατρο οι ρόλοι, πέντε και στο σπίτι, πίσω στην Τρίπολη.
Α.Γ.: «Είμαστε κι εμείς πέντε. Με το μπαμπά και τη μαμά, δυο αγόρια κι εμείς κι ένα κοριτσάκι. Ο μεγάλος μου αδερφός εξακολουθεί να είναι ο πιο φιλελεύθερος κι ο πιο ροκ, ήταν αυτός που άνοιξε το δρόμο στην εφηβεία. Ακούγαμε Πανούση εμείς στο σχολείο. Είχαμε γονείς που μας αγαπούσανε και ήτανε παράλληλα και πολύ φιλελεύθεροι. Και σε μας, όπως και στις περισσότερες ελληνικές οικογένειες, ο λώρος δεν κόπηκε εύκολα, ήταν επώδυνο και για τους γονείς και για μας, αλλά πια έχουμε βρει μια ισορροπία πολύ καλή».
Ο συγγραφέας του έργου Χρήστος Παπαμιχάλης είναι μουσικός παραγωγός, το έργο «ντύνει» μουσικά ο Νίκος Ζούδιαρης. Να μου πει ήθελα και για μουσικές από την οικογένεια και το σπίτι της.
Α.Γ.: «Θα σου πω ένα τραγούδι που όταν τα ακούω μου θυμίζει το μπαμπά μου που τον έχω χάσει κιόλας… «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα να μου φέρετε τα μάτια μου σαν κλείσω, το ένα τ’ άλογο να είναι άσπρο όπως τα όνειρα που έκανα παιδί…». Αγαπημένο της μαμάς μου είναι το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, κάθε φορά που το ακούει σηκώνεται και χορεύει… Το δικό μου που με ανατριχιάζει είναι του Άλκη Αλκαίου και του Θάνου Μικρούτσικου το «Ερωτικό». «Εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι κι εγώ πεδίο βολής φθηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι… Πώς να ημερέψει ο νους με ένα σεντόνι, πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά…».
Κλείσαμε με τη χαρά της πως η «Ρίζα του 5» μετά την Αθήνα θα συνεχιστεί στη Θεσσαλονίκη, στα Χανιά, στην Τρίπολη, στη Λάρισα, στα Γιάννενα και στους Παξούς.