Εγώ ανήκα πάντα στις «καλές» μαθήτριες και στα «ήσυχα» παιδιά, δηλαδή και «καλά». Αυτά τα επίθετα με ενοχλούσαν πάντα. Με άγχωναν. Δεν ξέρω αν, αν δε διαβάζεις είσαι κακός, αν διαβάζεις όμως, είσαι σίγουρα καλός. «Ο πιο καλός ο μαθητής ήμουνα εγώ στην τάξη, κι οι δάσκαλοι με είχανε μη βρέξει και μη στάξει». Αλίμονο. Σουξέ λαϊκό και μέσα στην τάξη. Με πείραζε πάντα αυτός ο διαχωρισμός. Ήταν μια μορφή ρατσισμού. Δεν γίνεται κανένας καλός και άξιος απαραίτητα με ένα «10» και κανείς ανάξιος λόγου λόγω μέτριων αποδόσεων σε σχολικά έδρανα.
Οι μαθητές που είχαν γονείς δασκάλους, καθηγητές, μορφωμένους τέλος πάντων, κληρονομούσαν αυτόματα εξυπνάδα, αντίληψη, συνέπεια. Οι καλοί αυτοί μαθητές με το όνομα στην πλάτη, ήταν πάντα τα αστεράκια του σχολείου που ήταν γραφτό τους να λάμπουν εκεί μέσα και στο μέλλον να αστράψουν και να βροντήξουν και στον έξω κόσμο. Μα πως αλλιώς να γίνει; Φοβερό πράγμα τα γονίδια. Είμαι σίγουρη πως «παίζανε» και βαθμοί μπόνους. Για να μην είμαι άδικη, σε αντίθεση με αρκετούς δασκάλους και καθηγητές, δε λέω πως οι συγκεκριμένοι μαθητές δεν ήταν ικανοί και τακτικοί προς τις υποχρεώσεις τους στο σχολείο.
Λέω, πως χρόνια μετά κατάλαβα, πως τύγχαναν πάντα μιας αντιμετώπισης που ήταν άδικη ακόμα και για τους ίδιους, πόσο μάλλον και προς τους άλλους μαθητές. Άδικη για τους ίδιους γιατί όλοι ζητούσαν από αυτούς να αποδείξουν κάτι που δεν ήταν απαραίτητα –δηλαδή τα παιδιά των γονιών τους-, αλλά έπρεπε πάντα να στέκονται στο ύψος των βαθμών, ψυχαναγκαστικά σχεδόν. Άδικη για τα υπόλοιπα παιδιά για πιο προφανείς λόγους.
Με ρώτησε μια φορά ένας καθηγητής μου αν η κυρία Καρακούση, καθηγήτρια στο επάγγελμα, είναι μαμά μου. «Η κυρία Καρακούση είναι θεία μου», απάντησα. Ακόμα κι αν του απέδειξα πως δεν επρόκειτο για συνωνυμία, αυτός απογοητεύτηκε. Κι έτσι στα μάτια του ήμουνα ξανά μια απλή μαθήτρια.
Εγώ λοιπόν η απλή, ωστόσο «καλή» μαθήτρια των πρώτων θρανίων, χρόνια μετά νιώθω περίεργα όσο σκέφτομαι ακόμα και το πώς καθόμασταν στο σχολείο, ή πως μας έβαζαν να καθόμαστε. Τα διαβασμένα «καμάρια» μπροστά-μπροστά να φαινόμαστε, και οι πιο χαλαροί πίσω-πίσω να μην πολυακούν και να μην πολυακούγονται.
Και το μάθημα ξεκινάει. «Κυρία-κυρία-κυρία» φωνάζουν τα σηκωμένα χέρια μανιωδώς. Πρώτο θρανίο “πίστα” κάθεσαι και είναι πιθανό να βγάλεις το μάτι του εκπαιδευτικού. Το καταλάβαμε, έχεις διαβάσει. Και ενώ ο εκπαιδευτικός είναι ιδιαίτερα υπερήφανος για τα πρώτα θρανία του, θέλει σήμερα να ασχοληθεί και με τις πίσω θέσεις. «Σήμερα θέλω να μου πει ο Τάδε μάθημα». Ο Τάδε ξέραμε όλοι πως δεν ήξερε μάθημα. Κι ενώ προσπαθούσε να ψελλίσει, τα πρώτα θρανία συνέχιζαν να φωνάζουν «κυρία-κυρία-κυρία» και να γελάνε με τον αδιάβαστο, ώσπου ο «εκπαιδευτικός» έδινε το λόγο ανακουφισμένος σ’ αυτόν που είχε πολλά να μας πει και ο αδιάβαστος έμενε ντροπιασμένος.
Γυρνούσα συχνά και κοιτούσα πίσω. Ο αδιάβαστος είχε μόλις πεισμώσει περισσότερο με τη συμπεριφορά της έδρας, γιατί ένιωθε πως αυτός δεν ήταν τρόπος να τον συνετίσει, ούτε να τον κάνει να αγαπήσει όλη αυτή τη διαδικασία. Ήταν απλά μια καθόλα αντιεπαγγελματική συμπεριφορά που έκανε ένα παιδί να προσβάλλεται, ενώ στο μεταξύ χανότανε και η παραμικρή πιθανότητα να μπει στη διαδικασία να ανοίξει ποτέ βιβλίο.
Δεν ξέρω τι απέγιναν οι καλοί οι μαθητές, για τους άλλους όμως είχα μια σκέψη πάντα και μια αγωνία. Γυρνώντας κάθε τόσο στην πόλη μου, μαθαίνω και βλέπω και από μακριά ότι γίνανε κι αυτοί «καλοί» και απέκτησαν κι αυτοί «όνομα». Τους έβαλα με το μυαλό μου στα πρώτα θρανία και τους καμάρωσα τώρα όπως έπρεπε…
Για να μάθετε ποια είναι η Ρούλα Καρακούση, πατήστε εδώ
Σχετικά άρθρα:
–Παίζοντας τις κουμπάρες, από τη Ρούλα Καρακούση
–Καθημερινές «μάσκες», από τη Ρούλα Καρακούση
–Οι χοροί του 2013, από τη Ρούλα Καρακούση
–Όνειρα και όνειρα, από τη Ρούλα Καρακούση