Η Ελένη Μπούκουρα, η μητέρα του Ιωάννη Αλταμούρα, ήταν η πρώτη γνωστή Ελληνίδα ζωγράφος με επίσημες ακαδημαϊκές σπουδές στη ζωγραφική, η οποία ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη ζωγραφική. Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες, σ’ ένα από τα νησιά που είχε σημαντική συμβολή στο ελληνικό επαναστατικό κίνημα. Ο πατέρας της ήταν ο αρβανίτης Ιωάννης Μπούκουρης ή Μπούκουρας, εύπορος πλοιοκτήτης και μέλος της Φιλικής Εταιρείας που συμμετείχε στην ελληνική επανάσταση και θυσίασε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στον ελληνικό αγώνα. Πρωτοπόρος για την εποχή του, είχε φθάσει για εμπορικούς λόγους ως την Αμερική και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους μετέφερε την οικογένειά του από τις Σπέτσες στην Αθήνα και έγινε το 1844 ο θεατρώνης του πρώτου θεάτρου της ελληνικής πρωτεύουσας, του γνωστού ως “Θέατρο Μπούκουρα” ή “Θέατρο των Αθηνών”. Η Ελένη πήγε αρχικά στο Σχολείο Θηλέων μιας Γαλλίδας δασκάλας στο Ναύπλιο και στη συνέχεια, όταν η οικογένειά της μετακινήθηκε στην Αθήνα, παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Χιλλ. Ο φιλομαθής, αν και ήταν τυπικά αμόρφωτος, πατέρας της προσέλαβε καθηγητές για να παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά του. Έτσι, η Ελένη παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, αρχαίων ελληνικών και ζωγραφικής στο σπίτι. Γνώριζε γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά, αρχαία ελληνικά και αγαπούσε τη μητρική προφορική της γλώσσα, τα αρβανίτικα. Ο Ιταλός ζωγράφος Ραφαέλο Τσέκολι, ο οποίος ζούσε στην Αθήνα, δίδαξε στην Ελένη μαθήματα ζωγραφικής. Φαίνεται ότι με δικές του συστάσεις και με την υποστήριξη του προοδευτικού πατέρα της έφυγε από την Ελλάδα για σπουδές ζωγραφικής στην Ιταλία. Ο πατέρας της τη συνόδευσε και στο πρώτο της ταξίδι το 1848 στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Νάπολη.
Τελικά, η Ελένη σπούδασε για δύο χρόνια ζωγραφική στη Σχολή των Ναζαρηνών ζωγράφων στη Ρώμη που είχε ιδρυθεί από τον καθολικό ζωγράφο Φρ. Όβερμπεκ στο μοναστήρι του Αγ. Ισιδώρου της Ρώμης. Η αυστηρή ζωγραφική των Ναζαρηνών στηριζόταν στην προραφαηλιτική ζωγραφική, δηλαδή στην πρώιμη αναγέννηση. Οι σπουδαστές ζούσαν εσωτερικοί μέσα στη Σχολή-Μοναστήρι. Για να σπουδάσει σ’ αυτή τη Σχολή, λοιπόν, η Ελένη αναγκάστηκε να κόψει κοντά τα μαλλιά της και να φορέσει ανδρικά ρούχα. Διασώζεται μια φωτογραφία της, γύρω στα 1850, ντυμένη ως “άνδρας ζωγράφος”.
Η συναρπαστική ιστορία ζωής της Ελένης Μπούκουρα ενέπνευσε το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη με τίτλο Ελένη ή ο Κανένας. Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (εκδ. Άγρα) του 1998 είναι η φωτογραφία της Ελένης με κοντά μαλλιά και ντυμένης ως άνδρας.
Μετά τις σπουδές της στη Ρώμη, η Ελένη συνέχισε τις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις στη Φλωρεντία όπου συνδέθηκε ερωτικά με τον γνωστό Ιταλό ζωγράφο και Γαριβαλδινό επαναστάτη Σαβέριο Αλταμούρα που φαίνεται ότι είχε για πρώτη φορά συναντήσει κατά το ταξίδι μαζί με τον πατέρα της στη Νάπολη. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Όταν το 1857 ο άντρας της την εγκαταλείπει για μία Αγγλίδα ζωγράφο, η Ελένη παίρνει τα δύο παιδιά τους, τον Ιωάννη και τη Σοφία, και επιστρέφει στην οικογένειά της στην Αθήνα. Ο μικρότερος γιος Αλέξανδρος μένει με τον πατέρα του Σαβέριο. Στην Αθήνα η Ελένη αναγκάζεται να εργασθεί ως ζωγράφος για να μπορέσει να ζήσει η ίδια και τα παιδιά της, ενώ λαμβάνει και ένα μικρό χρηματικό βοήθημα από τον αδελφό της (ο πατέρας της είχε πεθάνει). Θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της στις Σπέτσες, στο εξοχικό σπίτι της οικογένειάς της, απομονωμένη και βυθισμένη σε μεγάλη θλίψη και οδύνη λόγω του πρόωρου θανάτου των δυο παιδιών της, της Σοφίας και του Ιωάννη Αλταμούρα, ο οποίος είχε κληρονομήσει το ταλέντο ζωγραφικής του πατέρα και της μητέρας του. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι και ο Αλέξανδρος, ο μικρότερος γιος της Ελένης, έγινε ζωγράφος στην Ιταλία.
Λέγεται ότι καθώς περνούν τα χρόνια, η Ελένη βυθίζεται όλο και περισσότερο στην κατάθλιψη και βασανίζεται από ψυχικές μεταπτώσεις. Σε μία μάλιστα στιγμή παράκρουσης είναι πιθανό να έβαλε φωτιά και να κατέστρεψε όσα έργα της είχαν απομείνει. Πεθαίνει σε απόλυτη μοναξιά το 1900 στις Σπέτσες. Η ανιψιά της Νίνα, κόρη του αδελφού της Αναστάση Μπούκουρα, κατέγραψε και διέσωσε όσα προσωπικά αντικείμενα, χαρτιά και ενθύμια, καθώς και τα λίγα δικά της έργα και του Ιωάννη που βρέθηκαν στην κατοχή της οικογένειας.